Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Αποχαιρετισμοί


Να αποχαιρετήσω ή ν’ αγκαλιάσω; Η χρονιά αποχωρεί με διλήμματα.  Για την καινούρια βλέπουμε.

Μα πώς να μην αποχαιρετήσω το φίλο μας τον Αποστόλη; Πώς να μην χαιρετήσω το θείο που λαχταρούσε ένα κοριτσάκι κι όταν ήμουν πιτσιρίκα σκάρωνε για ώρες κοτσιδάκια στα μαλλιά μου; Και μην κοιτάς που τώρα τα ισιώνω, τότε ήταν ολόσγουρα κι αυτά δεν ήταν κοτσιδάκια, κερατάκια ήταν, όπως άλλωστε ταίριαζαν στο διαολάκι που ήμουν και διακαώς αγωνίζομαι να παραμείνω. Πήξαμε στους αποχαιρετισμούς αγαπημένων μπαμπάδων, αγαπημένων μουσικών, καλλιτεχνών –κάτι σαν γονείς, σαν φίλοι κι αυτοί. Λες και στριμώχτηκαν τόσοι καλοί στην έξοδο. Λες και δεν θέλανε να μοιραστούν μαζί μας το βάρος της χρονιάς που έφευγε ή την ντροπή της επόμενης.

Σε αποχαιρετιστήριο εξελίχθηκε το ποστάκι. Αποφάσισε μόνο του καθ’ οδόν. Άλλη μια απόδειξη πως για να πάρεις αποφάσεις –σωστές ή λάθος, δεν έχει τόση σημασία, όλα έτσι κι αλλιώς κοιτάνε κι απ’ τις δυο πλευρές- πρέπει να ξεκινήσεις. Πρέπει να βγεις στην οδό, στο δρόμο.
Καλά ξεκινήματα λοιπόν.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Τα δώρα


Ο Αηβασίλης ποτέ δεν μου είπε κάτι, από μικρή είχα εύκολο να καταρρίπτω μύθους και να απορρίπτω πράγματα που δεν χωρούσαν στο διάφανο απλοϊκό κόσμο μου. Τα δώρα τα είχα δεδομένα, ήμουν από τα τυχερά παιδιά, ιδιαίτερα μέσα στη χαρμοσύνη των γιορτινών ημερών. Παρόλα αυτά ξεχώριζα αμέσως τα δώρα αγάπης από τα τυπικά, που ακόμη και το περιτύλιγμά τους με απωθούσε. Κατσούφιαζα με τα κοινότυπα, τις εύκολες λύσεις, το φακελάκι που είχε μέσα χρήματα αντί για προσεχτικά κομμένες καρδούλες. Τότε δεν ήξερα ότι κάποιοι άνθρωποι μεγαλώνουν στερημένοι ή πώς στεγνώνουν στην πορεία της ζωής τους και δεν το δικαιολογούσα...τότε πίστευα ότι ο κόσμος είναι, όπως ο δικός μου, δίκαιος και γεμάτος αγάπη...

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Τα κορίτσια

Εικόνα από το flickr
Για κάποιες μουσικές, αξίζει  να γραφτούν κείμενα πολύ πιο όμορφα απ’ αυτό εδώ.
Από τα πιο αγαπημένα μου  και ταξιδιάρικα τραγούδια είναι το Orinoco Flow.

 Τι θα μπορούσα να γράψω γι αυτό; Κάτι άσχετο θα ‘ ναι, αλλά να τι ήρθε στο μυαλό μου.

Σε σπίτι φίλων.
Οχτώ μεγάλοι κι έξι πιτσιρίκια. Γλαρώνουμε στον καναπέ απολαμβάνοντας τα σπιτικά μας λικεράκια , όταν οι τρεις μικρότερες: 6, 7 κι 8 χρονών, πλησιάζουν ναζιάρικα και συνωμοτικά το σπιτονοικοκύρη. Λες κι απαιτεί επιπλέον καρύκευμα η  μαρμίτα της σαγήνης τους.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Kατασκευάζοντας το φονιά


Nα σου τηλεφωνούν στις 10 το βράδυ από το σύλλογο γονέων του σχολείου για έκτακτη συνεδρίαση, δεν το λες και χαλαρωτικό.

-        Και ποιο είναι το θέμα; Ρωτάω

-        Μεταγράφεται στο σχολείο μας ένα παιδί με παραβατική συμπεριφορά από προβληματική οικογένεια. Το έχουν διώξει απ’ όλα τα σχολεία της περιοχής. Θα έρθετε;

-        Θα έρθω.
Kαι πήγα. Κι εγώ και ο μικρός είμαστε καινούριοι στο σχολείο κι άμαθοι σε τέτοιου είδους προβλήματα. Τι κάνουν εδώ; Πώς  τ’ αντιμετωπίζουν; Τι θα απογίνει το συγκεκριμένο παιδί; Γιατί είναι βίαιο; Μπορούμε ως γονείς να το βοηθήσουμε; Να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να το αποδεχτούν; Αυτά τα παρανοϊκά σκεφτόμουν εκείνη τη νύχτα, πριν φτάσω στο σχολείο.  
Στο σχολείο, οι γονείς έχουν συζητήσει το «πρόβλημα» πριν ακόμα τη συγκέντρωση. Το όνομά του Ιάκωβος. Όπως Τζακ, Τζέησον, Χάνιμπαλ.
Οι γονείς αγχωμένοι. Παίρνουμε καρέκλες από τις αίθουσες και καθόμαστε σε κύκλο στην αυλή –παρά το κρύο- γιατί κάποιοι δεν μπορούν χωρίς τσιγάρο. Παρά τον ανοιχτό αέρα,  την απόσταση, ένα σύννεφο νικοτίνης ίπταται πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Τόσο πυκνό που θα μπορούσαμε να το τυλίξουμε και ως τουρμπάνι.
Μια κυρία απέναντι είναι έτοιμη να κλάψει. Άλλαξε το παιδί της σχολείο για ν’ αποφύγει τον Ιάκωβο και ο Ιάκωβος-το τέρας, την ακολουθεί παντού. Αυτήν και το γιο της.  Της δίνουν το λόγο για να μας περιγράψει τη συμπεριφορά του Ιάκωβου.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Love is a circle


Ακροβατείς
Κάνεις Κύκλους
Με τη σκέψη – και χωρίς
Με τα πόδια – και με τα χέρια
Είναι αργά
Μόνο οι νύχτες μετράνε πια
Και τα ξημερώματα
Μεγέθη ισόποσα
Πας κι έρχεσαι
Ούτε θυμάσαι τι πήγες να κάνεις
Θυμάσαι τι είπες, αλλά δεν θυμάσαι τι σου είπε
Θυμάσαι τι είπε, αλλά δεν θυμάσαι τι απάντησες εσύ
Ο τομέας δικός σου. Η ακτίνα σε καθορίζει. Και σε γυρνά. Αναποδογυρίζεις. 
Μερικά στοιχεία μόνο, προσθέτεις και αφαιρείς ταυτόχρονα, ακινησία.
...
Κάνεις ένα βήμα, απλώνεσαι, ζητάς λίγο παραπάνω περιθώριο, βρίσκεις, απλώνεσαι, προσπαθείς να καταλάβεις, αφουγκράζεσαι, κάνεις ένα άλμα, αμφιταλαντεύεσαι, συγκρατιέσαι, μετράς τα δεδομένα, συρρικνώνεσαι, κατασκευάζεις γέφυρες, απλώνεσαι, αποτυγχάνεις να περάσεις, αναδιπλώνεσαι, αναπνέεις, απλώνεσαι, περιμένεις, αμβλύνεσαι, συγκατανεύεις, εγγράφεσαι, φτιάχνεις όνειρα, ξεδιπλώνεσαι, μιλάς με εικόνες, παραμιλάς στα δέντρα, συντονίζεσαι, απλώνεσαι, διασπάσαι, μαζεύεσαι...
Πιάνεις το εαυτό σου σε φάκα που έχεις στήσει για σένα.
Απλώνεις τα χέρια, αλλά να, δεν φτάνεις, ποτέ δεν φτάνει...

Αλάρμ


Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ανάσες

Σε χώρο και χρόνο τελματωμένο στην ήττα και στη μιζέρια, αποζητάω ανάσες.

Ανάσα 1η - Τρίγωνα-Κάλαντα
Μεσημέρι στο τραίνο. Κόσμος και κοσμάκης διαφόρων διαθέσεων και χρωμάτων, αλλά κυρίως αλλού. Ο καθένας λικνίζει το δικό του αλλού στο ντούκου-ντούκου, ντούκου-ντούκου του ηλεκτρικού. Σε σταθμό του κέντρου, οι πόρτες ανοίγουν για να κλείσουν στο βαγόνι τρία παιδιά. Τσιγγανάκια με ακορντεόν. Δύο αγόρια, λιγότερο από δέκα κι ένα μικρότερο κορίτσι με μαλλί τόπους-τόπους ξεβαμμένο απ’ τ  οξυζενέ αλλά μ’ ένα χαμόγελο που λογίζεται κι εξωγήινο. Παίζουν τα τρίγωνα-κάλαντα. Κι είναι εξαιρετικοί μουσικοί. Κοιταζόμαστε οι επιβάτες και χαμογελάμε με ύφος «μπα, είσαι κι εσύ εδώ; Μπα, σ’ αρέσει κι εσένα το τραγούδι των αγγέλων με τ’ ακορντεόν;» Κι από επιβάτες γινόμαστε για λίγο συνταξιδιώτες.

Ανάσα 2η  - Ο Μήουλος
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί πόνημα της οκτάχρονης φίλης των παιδιών, της Λ. Για λόγους αυθεντικότητας, έχω σεβαστεί την ορθογραφία της νεαρής συγγραφέως.
«Έχω  έναν  γάτο  που  τον  λένε  Τρίστανο. Τον  πείραμε  από  ένα  ωδείο. Είναι  10  μηνόν  και  ζιγίζει   5  κιλά. Εχει  φουντοτό  τρίχομα  με  γκρίζες  ραβδόσεις  στο  κεφάλι  στη  ράχη  στα  αυτιά  του  στην  ουρά  του και  στα τέσσερα  πατούσια του. Το  αγαπημένο  του  φαγητό  είναι  η  γατοκροκέτες  που  σινοδέυουν  το  κανονικό  φαγητό  του. Δηλαδή  κάτι  σαν  επιδόρπιο. Τον  πείραμε  επειδή  το  ωδίο  οπού  τον  πείραμε  είναι  σε  κεντρικό  δρόμο  και  μπορούσε  να  τον  πατίσει  κανά  αυτοκίνιτο. Ή  θα  μπορούσε  να  φάει  καμιά  φόλα. Το  αγαπημένο  παιχνίδι  του  Τρίστανου  είναι  ένα  ψεύτικο  ποντίκι  που  έχει  έντονα  χρόματα  και  μιά  ροζ  ουρά  που  στην  άκρη  της  έχει  ένα  ασιμί  κουδουνάκι. Το   όνομα  του  το  πήρε  από  τον  διάσιμο  τραγουδιστή  Τριστάνο  και  από  την  διάσιμη  συναυλία  του  Τριστάνου  την  συναυλία  του  Τριστάνου  και  της  Ιζόλδης. Οι  ιδιοκτήτες  του  ΤΡΙΣΤΑΝΟΥ  είναι  τέσσερις. Τα  ονόματα  τους  είναι  «Σ.  μαμά, Α.  μπαμπάς, Δ. μεγάλη  αδερφη, Λ. μεσέα  αδερφή  και  μην  ξεχνάτε  τον  μέγα  μήουλο  η  αλλιώς  ΤΡΙΣΤΑΝΟΣ, μικρότερος  αδελφός. Όλλοι  μαζί.»

 Ανάσα 3η - Πάλη
Aνάσα 4η - Επαγγελματίες

Απαντάω απότομα στη μητέρα μου, τη δέκατη ή δωδέκατη φορά που επαναλαμβάνει την ίδια ερώτηση (πόσο του μηνός έχουμε σήμερα;) κι ο μικρός μου γιος παρατηρεί:
-          Καταλαβαίνω πως έχεις χάσει την υπομονή σου, αλλά δεν φέρνονται έτσι οι επαγγελματίες.
-          Ποιοι επαγγελματίες;
-          Της αγάπης.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Χωρίς ήρωες

Σήμερα συνάντησα την Ελλάδα σ’ ένα βαγόνι του ηλεκτρικού. Δεν ήταν η Ελλάδα του Ντελακρουά.
Όχι, δεν συνάντησα αυτήν την Ελλάδα
Ήταν ένας γέρος με ματιά γαλανόλευκη-καλορυθμισμένο λέιζερ. Tο βλέμμα του είχε τη σβελτάδα του θηράματος που τη γλυτώνει χρόνια. Ένας παππούς φολκλόρ. Με τριμμένο καρό σακάκι και φαρδύ καφέ παντελόνι. Πουλούσε μαγκούρες αν και όπως περήφανα μας δήλωσε, είχε κλείσει τα ενενήντα κι είχε –αυτός που τον βλέπαμε- ένα κορίτσι εξήντα χρονών. Ένα κορίτσι, που προφανώς, δεν υπήρξε ποτέ παιδί.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Μια ανυποψίαστη Δευτέρα


Κοιτάς τις ώρες και τις μέρες να περνούν· τις εποχές να αλληλοεξοντώνονται. Η εποχή της ανθισμένης μυγδαλιάς, της κατακόκκινης φράουλας, του ώριμου ροδάκινου, του ξινού μήλου, παρακολουθούν στη σειρά τους αυτές με τα ανέμελα παιχνίδια, με τα ζαχαρωτά και τα παγωτά χωνάκι, με τα γεμιστά της μάνας, με τα μαύρα τι-σερτ και τα φαρδιά αμπέχονα, το σιγοντάρισμα της κιθάρας και τα ακατάστατα μαλλιά. Ανάμεσά τους οι χρόνοι που μας καθορίζουν, οι περίοδοι που το βέλος του χρόνου κάμπτεται και γυρνά πίσω, που δεν έχει σημασία το αύριο ή το χθες. Έχεις κάτι να μου πεις; Μίλα μου για το τώρα.
Ξεκίνησες με πάρτυ και χορό στο μισοσκόταδο, πέρασες σε γάμους λαμπερούς με σαμπάνιες και πυροτεχνήματα, έγραψες ιστορίες που ανταπόδωσαν με χειροκροτήματα, αγαλλίασες με βαφτίσια και στολισμένες με ήρωες παιδικές τούρτες, διεκδίκησες τα σημάδια σου, επέμεινες στις αυταπάτες σου, κουράστηκες από την ομοψυχία, κατέληξες να σέρνεσαι σε δεύτερους γάμους, κηδείες και μνημόσυνα, να επαναλαμβάνεις κοινοτυπίες, και να αναβάλεις τις προσωπικές διαφυγές. Έχει φτάσει το φθινόπωρο, κι εσύ ακούς ChetBaker σαν πλησιάζουν οι γιορτές και συνεχίζεις να τρέχεις να προλάβεις τα πάντα νοιώθοντας ότι τίποτε δεν θα είναι ποτέ αρκετό.

Το κεφάλαιο της αναπαραγωγής

Σήμερα ο μικρός έκανε στη Βιολογία το πολυαναμενόμενο κεφάλαιο που μιλάει για τη λειτουργία της αναπαραγωγής. Το  κείμενο που ακολουθεί είναι η ιστορία που ζητάει το βιβλίο να συμπληρώσουν οι μαθητές. Ο μικρός συγγραφέας (επιστήμων και άνθρωπος) της οικογένειας, αφιέρωσε το κείμενό του στον Einstein.

Ακολουθεί η ιστορία του νεαρού (και ίσως μελλοντικού) επιστήμονα.

H περιπέτεια του Σπερματοζωαρούλη


Από το mitrotita-library.blogspot.com

O Σπερματοζωαρούλης 14554 κοίταξε γύρω του και είδε τ’ αδέρφια του να κουνάνε το μαστίγιό τους  και να τρέχουν μέσα σε μια σήραγγα. Τεντώθηκε και άρχισε και αυτός να τρέχει. Έπρεπε να φτάσει πρώτος στην αγαπημένη του Ωαρούλα. Θα τα κατάφερνε; Θα προλάβαινε; Θα έφτανε πρώτος στον τόπο συνάντησης; Θα ήταν η αγαπημένη εκεί ή θα ‘χε φύγει; Κούνησε σαν τρελός το μαστίγιό του και βρέθηκε επικεφαλής. «Ζήτω!!! …Σου έρχομαι!» φώναξε και όρμησε μπροστά.
Ο Σπερματοζωαρούλης με αριθμό 14554 είχε ένα μεγάλο δίλημμα, να πάει στην αριστερή σάλπιγγα ή στη δεξιά; Τελικά, αποφάσισε να πάει στην αριστερή.
Ένας φίλος του με αριθμό 666 δεν ήξερε πού να πάει και αυτοκτόνησε.
Ο Σπερματοζωαρούλης 14554 πήρε τη σωστή απόφαση. Τότε, είδε ένα χοντρό Ωάριο και έτρεξε γρήγορα για να το φτάσει, αλλά τον πρόλαβε ένας μπούλης σπερματοζωάριο που τον έσπρωξε και τον έβγαλε νοκ άουτ. Ο Μπούλης μπήκε στο χοντρό ωάριο.
Στη συνέχεια, ο Σπερματοζωαρούλης είδε ένα όμορφο ωάριο με αριθμό 14900 (επρόκειτο για περίπτωση διδύμων). Ο 14554 κούνησε πολύ γρήγορα το μαστίγιό για να φτάσει την ομορφούλα του. Τελικά, τα κατάφερε και έφτιαξαν με την αγαπημένη του το ζυγωτό 14784.
Όταν τα δίδυμα γεννήθηκαν, ο Μπούλης βγήκε χοντρός και χαζός. Αντιθέτως, ο 14784 βγήκε καλός και όμορφος και όταν μεγάλωσε, έγινε γιατρός του ΕΟΠΥΥ.

Αφιερωμένο -όπως είπαμε- στον Einstein.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Είμαι εδώ

Κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου ένα πανέμορφο μέρος, με συμβούλεψε η αναισθησιολόγος. Λίγο πριν με είχε ρωτήσει αν καπνίζω. Η ανάσα της βρώμαγε τσιγάρο. Ενοχλητική μυρωδιά για ταξίδι. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που κάπνιζε στο παλιό μας αμάξι. Ένα τασάκι γεμάτο γόπες που όλο ξεχνούσε ν’ αδειάσει κι η μυρωδιά να ποτίζει τα φτηνά πλαστικά του αυτοκινήτου. Μα γιατί ζαλίζεται αυτό το παιδί; αναρωτιόταν η μάνα μου. Το κεφάλι γύρναγε κάθε φορά που έβλεπα αυτοκίνητο. Ε, και τώρα γυρνάει.


Παλιό όνειρο

Θυμήθηκε το όνειρο. Το είδε χρόνια πριν. Ούτε παντρεμένη ήταν τότε, ούτε παιδιά είχε.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

θα ήθελα να ήσουν εδώ



Το'χεις ακούσει ή αν δεν το έχεις, το έχεις ονειρευτεί

Στη συναυλία, στην παράσταση, στην πορεία, στο δάσος, στο βουνό, στον αγώνα, στο γήπεδο, στη γιορτή, στο νησί, στην παραλία, στη μέση του δρόμου, στην πλατεία, στη βόλτα, μπροστά στο τζάκι, στα πρώτα του γενέθλια, στον πρώτο του αγώνα...

Το έχεις πει
Σε μια στιγμή σε μια ανάσα σε μια εικόνα
Το έχεις αισθανθεί, αλλά δεν θέλησες ποτέ να το πεις
Το διάβασες σε ένα γράμμα
Το ένιωσες
στη χειρότερη ή στην ευτυχέστερη στιγμή της ζωής σου
Το πληκτρολόγησες
στο μήνυμα που δεν έφυγε ποτέ από το κινητό σου

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Δικαιώνεται ο αγώνας;

Η μικρή αγέλη ζει κοντά μας στη βιομηχανική περιοχή. Τρέφεται από τον κόσμο που τρώει στις καντίνες και με σπιτικά αποφάγια. Δύσκολα πλησιάζεις τα σκυλιά κι ακόμη δυσκολότερα κερδίζεις την εμπιστοσύνη τους. Με τον καλό καιρό αράζουν στα χορτάρια χαζεύοντας τα μικρότερα να παίζουν. Όταν βρέχει ή χιονίζει αναζητούν τις καβάτζες τους. Κάθε τόσο κάποια από αυτά εξολοθρεύονται από φιλεύσπλαχνους και ευγενείς ανθρώπους. Έχουν απομείνει ο δυνατός αρσενικός, μια θηλυκιά, ατίθαση κι τρυφερή, και κάποια από τα μικρά, δικά τους ή των προηγούμενων. Κι ένας μόρτης στειρωμένος και ναζιάρης. Όταν τα βλέπεις να τρέχουν στον ορίζοντα ζηλεύεις την ελευθερία τους. Συνήθως όμως στο δρόμο για τη δουλειά τα προσπερνάς σκυφτός.

Δεν είχε χαράξει ακόμη όταν εμφανίστηκε ο ξένος. Ωραίος και ρωμαλέος, έμοιαζε περισσότερο με λύκο παρά με μπάσταρδο. Έρχεται από μακριά, είναι φοβισμένος και κουρασμένος,τίποτε όμως δεν τον σταματά μπροστά στη γλυκειά έλξη που του προκαλεί η πιθανότητα να ζευγαρώσει. Η ατμόσφαιρα μυρίζει θηλυκές ορμόνες και μπαρούτι.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

in memoriam … και μία αφιέρωση σε ένα μελλοντικό βιβλίο

Οι δύο αναρτήσεις που ακολουθούν, αποτελούν συμμετοχές του Rubies and Clouds στο διιστολογικό αφιέρωμα με αφορμή τις 100 «Αφιερώσεις Συγγραφέων» του αγαπητού Βιβλιοθηκάριου.


in memoriam
Δεν ξέρεις τι είναι να περπατάς στο βουνό. Ο γιατρός σου είπε “αγκάλιασε ένα δένδρο”. Διέκρινε το έλλειμα. Αφήνουμε το αυτοκίνητο, ένα δεκανίκι κι αυτό. Κοιτάζω το βλέμμα σου. Θέλεις να φτάσουμε στην κορυφή. Η προδιαγραφή σου περιλαμβάνει και την αριστεία. Είναι ψηλά όμως και αποθαρρύνεσαι. Αναπνέεις με δυσκολία. Αυθόρμητα ψάχνεις για το πακέτο. Αντ'αυτού μου πιάνεις το χέρι. Είναι πολλά τα πακέτα ταλάζουν μέσα σου δηλητήριο, όμως εσύ το νιώθεις σαν φυσιολογικό ορό. Θέλεις να περπατάς από μέσα, να μη βλέπεις το γκρεμό, να μη νοιώθεις τον ίλιγγο. Να μη βλέπεις πρόσωπα στους εφιάλτες σου. Μόνο τις γάτες σου. 
Περπατάμε στο δάσος. Δεν ξέρουμε που θα μας βγάλει. Προχωρώ μπροστά και δείχνεις να σου αρέσει να σου δείχνουν το δρόμο, αυτόν που δεν έμαθες να παίρνεις. Ζεις με το φόβο ότι θα σου ξανασυμβεί, μόλις σταματήσεις τα φάρμακα. Σε κρατώ. Προσπαθώ να σε αναγκάσω να μας ακολουθήσεις. Προσπαθώ να σου δείξω να περπατάς ίσια. Πιάνεις το ρυθμό. Βλέπεις πώς τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο; 
Από μακριά ακούω πουλιά να κελαηδούν. Γυρίζω κι είσαι εσύ που σιγοτραγουδάς. Δεν θυμάμαι το γέλιο σου. Μόνο την προσπάθειά σου. Τίποτε δεν σου χαρίστηκε. Πώς είναι να σε αγαπούν με λάθος τρόπο; Μισείς το σώμα σου και αυτό χάνει την ισορροπία του. Σε πιάνω και ανατριχιάζεις. Πώς είναι να μεγαλώνεις χωρίς κανένα χάδι; Το βλέμμα σου θολώνει και χάνεται κάποιες στιγμές, άλλες πάλι είναι καθάριο και αποφασισμένο. Ισορροπείς πάνω σε δίκοπο λεπίδι. Πονάς. Κάθε τόσο στάζεις απογοήτευση. Αδράζεις τα αντικείμενα του πόθου σου σαν τη βρύση που έντεχνα ήξερες να επιδιορθώνεις. Ράβεις, όπως γράφεις, σε ευθεία γραμμή. Μόνο όταν αγαπάς οι γραμμές αυτές στραβώνουν και τα γράμματα κατρακυλάνε.
Φεύγω και σε αφήνω μόνη. Δείχνεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις.
Κι όμως...Αποσύρεσαι. Παίρνεις την απόχρωση του κελύφους σου. Η μουσική εγκλωβίζεται μέσα στο μυαλό σου. Το πιάνο μένει βουβό. Δεν έχεις πια το σθένος να πιάνεις μελωδίες. Χτυπάς μόνο τα πλήκτρα του υπολογιστή. Τρέφεσαι με τζανκ φουντ και αυταπάτες. Αποτυγχάνεις σε όλες τις δοκιμασίες της πραγματικότητας. 
Πώς είναι να αγαπάς με λάθος τρόπο; Η ερώτηση σου παρουσιάστηκε σαν σκράμπλ και, αλίμονο, ήσουν πολύ καλή σε αυτό.
Πέφτει ομίχλη. Απρόσμενη ομίχλη τέτοια εποχή του χρόνου. Έχεις μείνει πίσω. Κοπανιέσαι στα βράχια. Μένεις όρθια. Γλύφεις τις πληγές, τις σκεπάζεις με φυλλαράκια που μαζεύεις από κάτω. Νομίζεις ότι έτσι θα μας τις κρύψεις. Ξαναπαίρνεις την ανηφόρα ξεκινάς. Μόνο που χρειάζεσαι πάλι οδηγό. Και αυτός που διάλεξες αυτή τη φορά, από τη μάνα του, σακάτης.
Κι ο δρόμος της ζωής σου, μάτια μου, πουθενά δεν έγραφε "δεύτερη ευκαιρία".

της RoubinakiM
Η Λίλη Ιωαννίδου έφυγε από τη ζωή το πρωί της 10ης Νοέμβρη 2012. Το βιβλίο με την αφιέρωση βρισκόταν πάνω στο γραφείο μου από την πρώτη στιγμή της τελευταίας περιπέτειάς της. Σήμερα είναι η κηδεία της.




… και μία αφιέρωση σε ένα μελλοντικό βιβλίο

Γιατί εκτός από τους αγαπημένους φίλους που χάνουμε, εκτός των υπέροχων βιβλίων που διαβάσαμε, υπάρχουν οι φίλοι που είναι ολοζώντανοι  και τα βιβλία, που δεν έχουν γραφτεί ακόμα.
Η δική μου αφιέρωση είναι του κοινού –με τη Ρουμπίνη- φίλου μας Δημήτρη. Πριν δύο χρόνια, όταν ξεκινάγαμε αυτό το μπλογκ, μου είχε χαρίσει ένα τετράδιο, προτρέποντας να γεμίσω τις σελίδες του, μ’ αυτά τα λόγια:
«Γιατί κάθε σπουδαίο βιβλίο,
από μια λευκή σελίδα ξεκινάει.»
Από τότε, έχω γράψει καμιά εκατοστή ποστάκια, αλλά ούτε μια σελίδα του σπουδαίου βιβλίου. Οπότε, όλη η δυναμική της προσδοκίας παραμένει αφάγωτη.
της Nefosis

Στο αφιέρωμα συμμετέχουν οι εκλεκτοί μπλόγκερς :
 SilentCrossing
Τσαλαπετεινός
Theorema
Κυνοκέφαλοι
Φαούδι
Σημειωματάριο
Δύτης των Νιπτήρων
Κόκκινο Καγκουρό
Καγκουρό
Infoscience addict
Greek libraries in a new world
Dina Vitzileou
Niemandsrose
Roadartist
Anna Silia
Χαμένα Επεισόδια
Κουπέπια
Εξεγερμένο το 2009
Βιβλιοθηκάριος
Η ωραία Σελίτσα
Αναγεννημένη
pollyanna

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Χθες βράδυ στο Σύνταγμα

Μπορείς να τ’ αφήσεις να περάσει. Μπορείς να παρακολουθήσεις τη συζήτηση στη Βουλή, παγωμένος στον καναπέ σου, ή στο σπίτι φίλων-να βρίζετε μαζί, ή στο καφενείο να θυμώνεις πάνω απ΄ το τάβλι.  Και μετά να πας για ύπνο. Φαρμακωμένος κι ανήμπορος.
Ή μπορείς να κατέβεις στο Σύνταγμα τη μέρα που ψηφίζονται τα μέτρα. Να ψηφίσεις κι εσύ με το κορμί σου. Να είσαι εκεί όταν παίρνονται οι αποφάσεις. Μια κουκίδα στο βίντεο, μια θολή φιγούρα σε μια φωτογραφία. Μια πινελιά ανάμεσα στους ζωντανούς. Όλοι οι πίνακες, από πινελιές σχηματίζονται κι αν τα χρώματα αποφασίζανε να γίνουν αόρατα–γιατί τι να σου κάνει ένα μικρό κόκκινο κι ένα τόσο δα γκρι κι ένα απειροελάχιστο κίτρινο-οι μουσαμάδες των ζωγράφων θα ήταν άδειοι.

Έκκληση για αίμα


Eίναι αυτές οι στιγμές που σε πιάνουν και σου δίνουν μια ξανάστροφη και παύεις να κοιτάς μπροστά αλλά κοιτάς πίσω: περπατάς, μιλάς, καλημερίζεις, γράφεις, πλένεις, οδηγείς, καθαρίζεις, αλλά το μυαλό σου δουλεύει προς τα πίσω.
Την πρώτη φορά που σας μας σύστησαν στον όμιλο, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί, πάρτνερ, το ουζερί που πρωτοφάγαμε, τα μετά τη χαρτοπαιξία ξενύχτια, τις βόλτες με το γκρι φορντ έσκορτ, τα βιβλία που μου χάριζες μόλις στα έδινε ο εκδότης, τότε που οργανώναμε βραδιές και γλέντια, τις φορές που τσακωθήκαμε, τις διακοπές στα νησιά, όταν ανταμώσαμε και φάγαμε μαζί πρωινό στο ξενοδοχείο στο Παρίσι, όταν, τότε τη δεκαετία του '90, βάλαμε όλα μας τα λεφτά κάτω για να πάμε να φάμε σε εστιατόριο με αστεράκι μισελέν, και μου' λεγες κάνε σαν στο σπίτι σου, οι αληθινά πλούσιοι, δεκάρα δεν δίνουν για το comme il faut, όταν λογοφέρναμε σχετικά με το αν είναι σωστό να καθυστερεί κάποιος στο ραντεβού (όπως εγώ) ή να πηγαίνεις πρώτος και να αγχώνεσαι (όπως εσύ)...

Τώρα ξαπλωμένη στο κρεβάτι σε στάση άβολη και ανοίκεια, παραμορφωμένη από τις καταχρήσεις σου, με τα μηχανήματα να σε κρατάνε ζωντανή, με σεντόνια που σου φέρνουν γιατί το νοσοκομείο δεν έχει αρκετά, αγνώριστη μέσα στη χημεία και στον πόνο, κι εγώ να προσπαθώ να σου χαμογελώ πίσω από τη μάσκα μου, κι ας έχει μουσκέψει...
Κι εγώ τώρα πρέπει να κάνω έκκληση για αίμα...ανοίγω το στόμα μου αλλά άχνα δε βγαίνει...δεν ξέρω αν θέλω να το κάνω και στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ τι μου έχεις πει για την ευθανασία, αλλά είναι πολύ παλιά, τότε που μιλούσαμε, έχουν περάσει χρόνια, δεκαετίες, κι οι δρόμοι μας στράβωσαν και σε αλλότριο χάρτη πήγαν και χαράχτηκαν.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Κύμα

Στάθηκε και περίμενε. Ήταν ένα τριγωνικό κύμα στο ύψος του βουνού. Μια υδάτινη πυραμίδα που επιθεωρούσε την ονειρική μου παραλία. Ακίνητο για λίγο. Έτσι για τους τύπους. Το ήξερα κι εγώ –κι ας κοιμόμουν- κι ο υπόλοιπος κόσμος στην ακρογιαλιά που έβλεπε το ίδιο όνειρο με μένα, πως το κύμα θα έσκαγε πάνω μας.  Το ξέραμε όλοι, πως μας άφηνε λίγο χρόνο, να το θαυμάσουμε, να μας κόψει την ανάσα με το τεράστιο κορμί του. Απολάμβανε τον τρόμο μας. Λιγωνόταν από τη θεϊκή του μεταμόρφωση. Μεθούσε με τη δύναμή του.
Θα έπεφτε, αλλά όχι το ίδιο πάνω σε όλους. Όσοι βρίσκονταν στη μέση της ορμής του, κάτω απ’ την κορφή του, ήταν ολότελα χαμένοι. Όσοι βρίσκονταν στα άκρα, θα  τη γλίτωναν πλατσουρίζοντας στα ρηχά. Δεν επρόκειτο για ένα κύμα οριζόντιο. Άλλους θα τους εξαφάνιζε τελείως κι άλλους, ελάχιστα θα τους άγγιζε.
Επειδή το κύμα είχε αποκτήσει δική του υπόσταση, έδειχνε μια στοιχειώδη διακριτικότητα. Μας άφηνε χρόνο να μετακινηθούμε, να σκεφτούμε, ν’ αντιδράσουμε. Μας γλεντούσε.
Είναι περίεργο που οι περισσότεροι αποφασίσαμε να παγώσουμε στη θέση που βρισκόμασταν.

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Παρελάσεις



Προχθές είχα κατέβει στην Αθήνα. Η μέρα ήταν μουντή, ο ήλιος πάλευε να ξεμυτίσει, ο καιρός μόλις που ξάνοιγε μετά τα πρωτοβρόχια. Το κέντρο εξακολουθούσε και στάλαζε μαυρίλα και θλίψη. Ο περισσότερος κόσμος περπατούσε σχεδόν τρεκλίζοντας και όταν κάποιος σκούνταγε τον άλλον, το πιθανότερο ήταν ότι θα τον “στόλιζε” κι από πάνω. Οι συνήθεις συζητήσεις με τους μικροπωλητές παρέμεναν στον αέρα, οι συναλλαγές στα περίπτερα γινόντουσαν χαμηλόφωνα, οι λαχειοπώλες, φώναζαν εις μάτην. Περιφερόμενοι και απόκληροι τόνιζαν το ταμπλώ βιβάν της γενικότερης απελπισίας.
Περιμένοντας να περάσω από το φανάρι της Πατησίων, μπροστά στο Λουμίδη που μοσχοβολούσε καφέ και καραμέλες βαλντά ένιωσα την αναστάτωση από τα δεξιά μου. Καμιά διακοσαριά άτομα κατέβαιναν πιάνοντας τη μισή Πανεπιστημίου, ενώ δίπλα τους αυτοκίνητα και μηχανάκια περνούσαν αδιάφορα. Μια πορεία από απεργούς, πρώην εργαζόμενους της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης, υποστηριζόμενη από κάποιες λαϊκές συνελεύσεις και άνεργους από γειτονιές υποβαθμισμένες και τώρα πια ταπεινωμένες. Με συνθήματα ξεθωριασμένα, με φωνές ξεψυχισμένες, και ένα ταμπούρλο από πίσω να κρατάει κάποιο ρυθμό, σίγουρα δεν στόχευαν την “ανατροπή”. Κατέβαιναν προς την Ομόνοια και μετά-υπέθεσα-στο υπουργείο εργασίας, κοινωνικών ασφαλίσεων, απασχόλησης, ανεργίας ή όπως αλλιώς το λένε σήμερα... Στον απόηχο του “απεργιακού κλοιού”, που εντέχνως τονίζουν και οι ειδήσεις, κάποιοι πρώην και νυν εργαζόμενοι συνέχιζαν να μας θυμίζουν ότι τίποτε δεν τελειώνει μέχρι να τελειώσει.

Κοντοστάθηκα και τους κοίταζα έναν-έναν· προσπαθούσα να αναγνωρίσω κάποιο λαμόγιο, προσπαθούσα να εντοπίσω κάποιον τεμπέλη δημόσιο υπάλληλο, να ταυτοποιήσω κάποιον που τον διόρισε ο πατέρας του, να ξεχωρίσω κάποιον για τον οποίο έγλυψε κατουρημένες ποδιές η μάνα του, κάποιον που να θέλει να κάθεται και να πληρώνεται, κάποιον που να παραποίησε τη σύνταξη από αναπηρία...
Είχαν ήδη περάσει όταν συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν προσοχή. Αυτοί είναι οι ήρωες της καθημερινότητάς μου, της πατρίδας μου, της εποχής μου, αυτοί που χάνουν το μεροκάματό τους, αυτοί που το έχουν ήδη χάσει, αυτοί που δεν είναι “αγωνιστές”, αυτοί που δεν πάνε να ξεκινήσουν την επανάσταση αλλά να βρουν το δίκιο τους, αυτοί που δεν θέλουν να καθοδηγούνται και να ποδοπατούνται, που αυθόρμητα βγαίνουν στο δρόμο, αυτοί που αφελώς και εις το διηνεκές επιμένουν, όλοι αυτοί πρέπει να παρελάσουν σήμερα.

Οι υπόλοιποι εμείς που φοβόμαστε, που δεν αντέχουμε, που βαριόμαστε, που δεν πιστεύουμε, ας μείνουμε στα γραφεία και στα σπίτια μας κοιτώντας φαρμακωμένοι μέσα από τις κουρτίνες...

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Δάκρυα


Πήγαινα Τρίτη γυμνασίου όταν ήρθε στο σχολείο καινούρια Γυμνασιάρχης. Η πρώτη γυναίκα σε θέση διευθυντική,  που γνωρίζαμε. Μεσήλικη, ψηλή, ξανθή, ανάσαινε περηφάνια και ξεφυσούσε αυτοπεποίθηση.  Φιλόλογος ήταν, αλλά περισσότερο κι από τ’ αρχαία, μας μιλούσε για ευθύνη, σοβαρότητα, αξιοπρέπεια, φεμινισμό.  Ήλιος μας φαινότανε και κρεμόμαστε όλα τα κορίτσια απ’ τα χείλη  της. Θέλαμε να της μοιάσουμε.
Μια μέρα, διασταυρώθηκε με μια μαθήτρια που έκλαιγε. Και μία άλλη και μία τρίτη. Δεν θυμάμαι το λόγο των αναφιλητών. Κακοί βαθμοί;  Τους κακομίλησε κάποιος καθηγητής/συμμαθητής/φίλος; Κάτι  απ΄ όλα αυτά. Σημασία έχει η διάλεξη που μας έδωσε στη συνέχεια. Μάζεψε εμάς τα κορίτσια και μας ανέλυσε πόσο εκβιαστικό, εξευτελιστικό, πόσο ενοχλητικό για τους άλλους, πόσο μεγάλο πλήγμα για την αξιοπρέπειά μας και την εικόνα της γυναίκας γενικότερα, είναι να λιώνουμε στα δάκρυα μπροστά στον κόσμο. Μας είπε πως τα κόκκινα μάτια, οι μυξιασμένες μύτες, η συγκινησιακή φόρτιση συνιστούν θέαμα αντιαισθητικό. Προσβλητικό. Μας μίλησε για την ισότιμη σχέση με το σύζυγό της. Το θαυμασμό που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο. Θαυμασμό που δεν αποσπάστηκε βιαίως ούτε κερδήθηκε από περιττές υγρασίες Είπε πολλά. Τα είπε με παγερή αυστηρότητα. Σαν κρυοπηξία τα λόγια της για μένα την κλαψιάρα.  

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Χριστιανική Αυγή

Πατώντας στα μπλε γράμματα, βλέπετε το σύνδεσμο, που διηγείται μια χριστιανική ιστορία.

Tα ονόματα των αλλοδαπών νηπίων ζήτησε από τους παιδικούς σταθμούς η χρυσή Αυγή μέσω του υπουργού Ευρυπίδη Στυλιανίδη
"Άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με, των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών" (Ματθ. 19,14)

«ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. ..· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’ 42-45)

«Πηγαίνετε· δέστε, εγώ σας στέλνω σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους.» (Λουκά κι’ 3)

«ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς»  (Ματθ.  ε´ 44)

"Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία. πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει." (Α’ Επίστολή Παύλου προς Κορινθίους)
Οι έλληνες υστερούν στην εκμάθηση και κατανόηση της μητρικής τους γλώσσας. Τα ελληνόπουλα δεν μαθαίνουν τη νεώτερη ιστορία. Τόσο την παγκόσμια όσο και την ιστορία του τόπου τους. Διδάσκονται περισσότερα θρησκευτικά από Φυσική και Χημεία. Συνειρμοί περί του ρόλου της χημείας στη λειτουργία του εγκεφάλου είναι αναπόφευκτοι. Τελικά όμως, ούτε τα θρησκευτικά διδασκόμαστε σωστά.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Η Απάντηση του Γραφείου Τύπου ΠροΠο (εικονογραφημένη)

Απόλλωνες και Διόνυσοι


Υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που κοιτάνε πάντα μπροστά
που ξεδιψούν με αδρεναλίνη
που εκρήγνυνται σαν το ρόδινο σαμπανίτη
που χαράζουν το χρόνο τους λες και τους ανήκει
που αντιπαρέρχονται τα πρέπει τους για χάρη μιας ξεγνοιασιάς και μιας ψυχικής αλεγράδας

οι αμετροεπείς, οι ανατρεπτικοί, οι αστίχοιστοι, οι αστόχαστοι, οι ανερμάτιστοι

Είναι αυτοί που σε παιδεύουν
Που σε οικτίρουν όταν τους ξυπνάς μια ανάμνηση θολωμένοι από το ναρκισιστικό παιχνίδι τους
Που δεν σε παρηγορούν αλλά σε γεμίζουν μουσικές
Που δεν σε αφήνουν να γκρεμιστείς μέσα στη δίνη των γεγονότων και την ανεμελειά των μικροπαθών σου
Που σε χαράζουν ανεξίτηλα

Είναι αυτοί που θα σε εξοργίσουν με τις απιστίες τους, με την ασυνέπειά τους, που δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους, αλλά πέφτουν με τα μούτρα στα ίδια και σε άλλα πολλά όπως αυτά που λιγοστεύουν μόνο με την ηλικία
Που σου μιλούν σε γλώσσα ακατάλληλη για ευαίσθητα παιδικά αυτιά
Που τσαλακώνουν τις αντιρρήσεις σου
και σβήνουν τις αναστολές σου
Που όταν εσύ είσαι εδώ, αυτοί είναι κάπου αλλού εκεί έξω
Που σε κοιτούν με μάτια κόκκινα που ταξιδεύουν πέρα από σένα, πίσω, μακριά
Που σε ξεσηκώνουν σκαλίζοντας τη φωτιά που σιγοκαίει μέσα σου και σιγοβράζει την ψυχή σου
Που σε τραβάνε για μέρη που δεν υπάρχουν, δεν τα 'χεις σκεφτεί ή ονειρευτεί, μόνο που τα βλέπεις τώρα μπροστά στα μάτια σου σαν τον πλέον εύκολο προορισμό
Που σε εξοργίζουν όταν σε φέρνουν σε δεύτερη μοίρα, όταν σε ξεχνούν στην καθημερινότητα σου, όταν σε παραμελούν με πειστική δικαιολογία επιχειρηματολογώντας επονείδιστα, όταν σε ξεσηκώνουν φωνάζοντας...
Αλλά εσύ όταν είσαι μαζί τους λιώνεις σαν καραμέλα με άλικη γεύση, μεθάς με τα χρώματα του ορίζοντα, σκύβεις να πιείς από την πηγή και ξαναγίνεσαι πάλι παιδί.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Μαμά, πού πας;

Λοιπόν. Η μητέρα μου είναι τρελή. Όχι, πως η ψυχική υγεία ενός μόνο ανθρώπου έχει τόση σημασία όταν στροβιλίζονται λέξεις ασήκωτες, όπως φτώχεια, βία, φασισμός, καταστολή, βασανιστήρια, υποτέλεια, ταπείνωση κι απανθρωπιά. Αλλά και χωρίς αυτά, είναι πολύ μοναχικό θέμα. Λίγοι μιλούν για το Αlzheimer, κι ακόμα λιγότεροι για την επιθετική του φάση. Άλλη μια υπερήλικη γυναίκα, με χρόνια άνοια πέρασε μέσα σε λίγες μέρες από το στάδιο της αγαθής αμυαλοσύνης στην παράνοια. Μόνο που αυτή η γυναίκα είναι η μητέρα μου. Και το πέρασμά της, καμιά σχέση δεν έχει με την κρίση. Έχει μια σύνταξη που καλύπτει τα έξοδά της, ανθρώπους να τη νοιάζονται, να την πηγαίνουν στους γιατρούς, να στέκουν δίπλα της. Αλλά η τρέλα είναι εδώ. Κι είναι αμείλικτη. Υπάρχουν λέει στις ψυχώσεις οι αρνητικές φάσεις, της κατάθλιψης ας πούμε, κι οι θετικές, της παράνοιας ή της μανίας. Είμαστε στο Limit up των θετικών. Βγαίνει στον κήπο και βρίζει τα περαστικά παιδιά. Σε μια βδομάδα πέταξε στα σκουπίδια τα ρούχα, το βιβλιάριο υγείας και την καινούργια κλικλίκου-friendly τηλεόρασή της. Άπαντα εξαφανίστηκαν. Τώρα κοιτάει την άδεια φωλιά  της παλιάς της παρέας κι αναρωτιέται ποιος πέταξε την οθόνη. Το μάτι της στον κόσμο. Ένα μάτι, που βέβαια, χρόνο με το χρόνο θάμπωνε, της ήταν όλο και πιο αδιάφορο. Όλο και πιο ακατανόητο.
Μόνη, τις ώρες που λείπουμε σε δουλειές και σχολεία, εμπλουτίζει τις φανταστικές της ιστορίες. Εφευρίσκει συγγενείς και ζωγραφίζει διώκτες. Οικοδομεί ήρωες γεμάτους κακία και μένος εναντίον της. Πιστεύει πως είναι κυνηγημένη δραματική ηρωίδα. Και είναι. Αλλά όχι της πλαστής της ιστορίας.
Κι από την πίσω μεριά του γρατζουνισμένου τοίχου εμείς. Τα παιδιά που παγώνουν απέναντι σε μια γιαγιά που τη μια μέρα τα κανάκευε και την άλλη συμπεριφέρεται σαν τη Λίντα Μπλερ στον εξορκιστή. Ο έκπληκτος καλός μου, που μέχρι χτες ήταν ο γιος της και ξαφνικά στοχοποιήθηκε ως ο βασικός κακός του οικογενειακού B movie σεναρίου. Κι εγώ. Χρόνια να προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή τη θεραπευτική μυρωδιά της μάνας που λαχταρούσα κάθε φορά που ανέβαζα πυρετό. Την προετοιμασία της καθημερινής πορτοκαλάδας. Να ζουλάει τα φρούτα στο γυάλινο στίφτη. Να βάζει δύναμη από τον ώμο, στο χέρι ως την παλάμη. Ν’ αποσπάει και την τελευταία βιταμίνη για τα παιδιά της. Καμιά ώρα το πάλευε. Και μετά να μας φωνάζει. «Πιείτε το τώρα-τώρα που είναι φρέσκο! Μετά, γίνεται νερό.» Νερό. Ξεπλένονται οι άτιμες οι αναμνήσεις. Σανίδες σου λέει, της κακιάς ώρας. Βουλιάζουν. Το παραμορφωμένο πρόσωπο του σήμερα δεν ταιριάζει με την όμορφη γυναίκα που έκανε ένα τέταρτο για να βάλει σωστά το κοκκινάδι, να βουρτσίσει τα γυαλιστερά μαλλιά, να ρουφήξει τα μάγουλα και να γυρίσει λίγο στο πλάι το κεφάλι μπροστά στον καθρέφτη. Κι εγώ στην πόρτα του υπνοδωματίου να την καμαρώνω και να σουφρώνω τα χείλη, να τη μιμούμαι, να φοράω τις γόβες της κρυφά και να κάνω ένα βήμα στο παπούτσι, ένα μπρος. Έχω ψηλώσει, έχω μεγαλώσει. Έχει μικρύνει. Σαν την Αλίκη που ήπιε το φίλτρο και περνάει μέσα από κλειδαρότρυπες. Το σκάει και δεν την προλαβαίνω. Το σκάει και δεν τη θυμάμαι.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Teremok, η μικρή καλύβα (ένα παραμύθι)


Μια φορά κι έναν καιρό, μια μικρή μύγα έχτισε μία μικρή καλύβα μέσα στο δάσος.
Ο ψύλλος πήδησε, είδε την καλύβα και χτύπησε την πόρτα της:
-Ποιος μένει σε αυτήν την καλύβα;
-Εγώ είπε η μικρή μύγα, και ποιος είσαι συ;
-Είμαι ο ψύλλος που πηδάει.
-Έλα να μείνεις μαζί μου.
Και ο μικρός αρουραίος έτρεξε, είδε την καλύβα και χτύπησε την πόρτα της:
-Ποιος μένει σε αυτήν την καλύβα;
-Εγώ, είπε η μύγα.
-Κι εγώ, ο πηδηχτός ψύλλος, και ποιος είσαι συ;
-Είμαι ο αρουραίος των αγρών.
-Έλα να μείνεις μαζί μας.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Η Ελλάδα που αλλάζει


Κατεβαίνοντας σήμερα απ’ το λεωφορείο με το συνάδερφο, συναντήσαμε μια ομάδα από... Ω, θα καταλάβετε αμέσως, το είδος της ομάδας. Φέρει τ’ όνομα ενός γράμματος. Ή της εκβολής ενός ποταμού. Ξέρετε. Εκεί μου μαζεύεται η βρωμιά. Εκεί που οι προσχώσεις μολύνουν τη θάλασσα.  
Σιδερόφρακτοι, πάνοπλοι, με τις μηχανές, με το ύφος του τσόγλανου και τα γιλέκα τ’ αδιάτρητα απ’ την ανθρωπίλα.
Παλιά, σκεφτόμουν, πως κάποτε, κάποιοι απ’ αυτούς, μπορεί ν’ αλλάζαν δέρμα. Να παρατήσουν τις στολές στη μέση του δρόμου ή έστω να τις καταχωνιάσουν στο μπουντρούμι. Να πατήσουν αυτό το ύφος της εξουσίας σαν τσιγάρο που μόλις σιχάθηκαν.
Παλιά. Τώρα, δεν σκέφτομαι. Μόνο ανακατεύομαι.
-          Εκατό κιλά είναι ο εξοπλισμός τους, παρατήρησε ο συνάδερφος.
-          Και τους τα ‘χουμε όλα πληρωμένα εμείς, συμπλήρωσα με μούτρα. Εντός κι εκτός.
-          Την μπέμπελη θα βγάλουν μ’ αυτή τη ζέστη.
Και σκέφτηκα πάλι. Και να ξαπλωθούν κάτω από θερμοπληξία, δεκάρα δεν δίνω.  
Σαν να κοπάνησα αιφνιδιαστικά σε καθρέφτη. Χωρίς να οχυρωθώ πίσω από χαμόγελα. Πριν στρώσω τα μαλλιά. Πριν μαλακώσω. Σκληρότητα. Να μου ‘λεγες  μερικά χρόνια πριν, πως θα λογάριαζα έτσι ανθρώπους, θα σε πέρναγα για παλαβό.

Πριν


Μην τους κοιτάμε για λίγο. Όσο και να ‘χουμε το νου μας, κρατούν μαχαίρια. Ας αρπάξουμε μια άκρη  από κείνο το σύννεφο που μου μοιάζει. Να κρατήσουμε για λίγο το κεφάλι έξω απ ‘ το νερό. Ν’ αναπνεύσουμε βαθιά. Να θυμηθούμε τ’ άγγιγμα. Το δέρμα. Τον τρόπο που κρατάει το στυλό. Τη μυρωδιά των μαλλιών τους. Τ’ ανέγγιχτα μάτια των παιδιών μας. Τα κύματα, τις σαχλαμάρες, το πώς χτυπούσες τα πόδια απ’ τα γέλια, τις βουτιές, τα φύλλα,  τα φιλιά, τη γη που ανέπνεε κάτω απ’ τα γυμνά μας πόδια –να άκου την καρδιά της να χτυπάει στις πατούσες σου- τα δέντρα, τις ανάσες, τους αναστεναγμούς, την άμμο να γλιστράει στα δάχτυλα, τότε που ο μπαμπάς άνοιξε τα μάτια και γέλασαν. Σαν από μόνα τους. Ή σαν να ήταν μόνο μάτια.  Λίγο πριν. Να θυμάμαι. Να θυμηθώ. Να θυμηθούμε. Ν’ ανασάνουμε. Να σκεφτούμε. Πριν.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Καμιά ιδέα για να μην φαγωθούμε;

"Καλά όλα αυτά*, αλλά η σκληρή πραγματικότητα είναι μία. Δεν χωράμε σ' αυτό τον τόπο. Είμαστε πάρα πολλοί κι οι ξένοι πρέπει να φύγουν. Διαφορετικά σε λίγο θα φάμε ο ένας τον άλλο."
Το επιχείρημα το έχω ακούσει από κόσμο πολύ. Ο αριθμός των υποστηρικτών αυτής της φράσης, σε άλλες εποχές, θα ήταν τρομακτικός. Αλλά παλιά τρόμαζα στα θρίλερ. Τώρα απέκτησα αυτή τη μορφή ανοσίας που τι λες κι αναισθησία. Όλοι αυτοί που παλιά έλεγαν -ναι είμαστε πίσω σε σχέση με του δυτικούς, αλλά εμείς ρατσιστές δεν είμαστε- έχουν  δικαίωμα ψήφου και κανείς τους δεν είναι υποστηρικτής της αποχής. Όλοι αυτοί αδιαφορούν για τους μαχαιρωμένους μετανάστες,  όσα βίντεο, όσες φωτογραφίες κι αν τους δείξεις. Αδιαφορούν και για σένα και για μένα, αλλά ακόμα ντρέπονται να το πουν δυνατά. Ενδέχεται και να σε  μισούν. Γιατί είσαι δημόσιος υπάλληλος, γιατί είσαι ιδιωτικός με δουλειά, γιατί είσαι ελεύθερος επαγγελματίας και σίγουρα θα φοροδιαφεύγεις, γιατί είσαι άνεργος και καμιά φορά διαμαρτύρεσαι γι αυτό και μπορεί να τους κλείνεις το δρόμο για τη δουλειά/τα ψώνια/τον καφέ/το...σιγά μη σου δώσουμε λογαριασμό ρε φίλε.
Αλλά στ' αλήθεια τι σημαίνει αυτό το "είμαστε πάρα πολλοί;"

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Όλα βιαστικά


Μπαμπά...μπαμπά...μπαμπααά...μ'ακούς;
μ'ακούς εκεί κάτω;
ουφ έφτασα...να σου πω ένα γεια...πώς είσαι;
βιάζομαι όμως...είναι τόσα τα πράγματα...κι εγώ πάλι βιάζομαι...
πάντα βιαζόμουν όταν ερχόμουν να σας δω...
ξέρεις, η καθημερινότητα...το χρέος...κι η ευχαρίστηση που το εκπλήρωνα...
να ελέγξω τους λογαριασμούς που πλήθαιναν
να δω τη γαρδένια που άνοιξε
να φτιάξω τα κανάλια στην τηλεόραση
να ρυθμίσω την ώρα στο κινητό σου
κάποια ηλεκτρονική συσκευή που αποσυντονίστηκε...
μικρές-μικρές αγγαρείες για τις οποίες καμιά φορά βαρυγγωμούσα, γιατί μου έκλεβαν από την ώρα που αφιέρωνα για να σας δω και να τα λέμε, το χρόνο, τον μετρημένο, τον βδομαδιάτικο ..
και μετά, να μην ξεχάσω να πάρω όσα μου επιδιόρθωσες
να πάρω κι ένα πεπόνι ωραίο που μου αγόρασες
ό,τι σου ζητούσα-μερικές φορές κι επίτηδες φυσικά-το ήξερες, αλλά δεν έλεγες τίποτε, την επομένη φορά το είχες διεκπεραιώσει, αψόγως, όπως πάντα...καμιά φορά έκανες και λάθος, όσο βάραινε ο χρόνος και σου καρφώνονταν αλλόκοτες οι σκέψεις στο μυαλό, και σου 'βαζα τις φωνές, σαν τη μάνα μου κι εγώ...
αλλά κι εσύ βιαζόσουν τώρα πια...όλο και περισσότερο βιαζόσουν τελευταία, να προλάβεις να τα διεκπεραιώσεις όλα...κι εσύ βιάστηκες...πριν προλάβω να γυρίσω...δεν με περίμενες...έχασα μια αγκαλίτσα κι ένα φιλάκι στο μάγουλο...μα περισσότερο έχασα την ασπίδα μου...αυτή που με έκανε αδιάτρητη στα μάτια του κόσμου...ξέρω, μου το είπαν κι όλοι, η σκέψη σου θα με συντροφεύει, έτσι θέλω κι εγώ, κι από παιδί ξέρω ότι κανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει να κάνω αυτό που θέλω...αυτό το πήρα από σένα, γιαυτό και σέβομαι την επιλογή σου, να πιέσεις τα πράγματα, να φύγεις ξαφνικά και γρήγορα, όρθιος και ανεξάρτητος, βιαζόσουν, δεν το κατάλαβες, αλλά και πάλι, κι αν την τελευταία στιγμή το μετάνιωσες;