Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

39 και μία

Η συνμπλόγκερ μου έστειλε αυτό το link με τις 40 φωτογραφίες που συγκλόνισαν τον κόσμο. Και είναι όλες συγκλονιστικές, αν και αρκετές εκβιάζουν τη συγκίνηση. Κάποιες τραβήχτηκαν χωρίς σεβασμό στους απεικονιζόμενους, κι αυτό με ενοχλεί πολύ. Είναι σπαρακτικό να φιλάς ένας φέρετρο, ν' αποχαιρετάς τον πατέρα σου ή να χωρίζεις με έναν αγαπημένο που δεν θα ξαναδείς. Είναι όμως κι ιδιωτικό. Δεν θα 'θελα να με βλέπει κανείς εκείνη την ώρα. Πολύ περισσότερο, δεν θα 'θελα να γίνεις διάσημος και να πλουτίσεις με την κομματιασμένη ψυχή μου.
Είναι όμως και κάποιες άλλες φωτογραφίες, που νοιώθεις πως έπρεπε να τις δεις.
Ειδικά αυτή:
όπου "Ο κρατούμενος πολέμου Horace Greasley προκαλεί τον Heinrich Himmler κατά τη διάρκεια επιθεώρησής του στο στρατόπεδο. Ο νεαρός είχε δραπετεύσει τουλάχιστον 200 φορές από το στρατόπεδο για να συναντήσει κρυφά μια Γερμανίδα την οποία είχε ερωτευτεί."

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Το κούρεμα


Το μαγαζί βλέπει στο δρόμο, είναι ανοιχτό στον οποιονδήποτε και φιλικό προς τους πάντες. Η επιγραφή απλή και ξεκάθαρη:
ΤΟ Κ Ο Υ Ρ Ε Ι Ο. Μέσα, η ατμόσφαιρα είναι λαϊκή, η διακόσμηση απλοϊκή, τα προσωπικά ανακατεύονται με δημόσια και χρηστικά. Όλα πολεμούν την επιτήδευση. Αντικείμενα που στάζουν απλοχεριά, δώρα φίλων, πράγματα αγαπημένα, αναμνηστικά. Ο κόσμος του ολάκερος.

Φτάνοντας νωρίς το απόγευμα νοιώθω την ένταση. Είναι αρκετά μετά τις δεύτερες εκλογές του Ιούνη του 2012. Η θερμοκρασία έξω δείχνει 34,7 βαθμούς. Δρασκελίζω την ορθάνοιχτη πόρτα. Τους βλέπω όλους, μαζεμένους γύρω από τη κεντρική σκηνή με τον καθρέφτη και τις δερμάτινες παλιομοδίτικες καρέκλες. Μια αντροπαρέα. Στο βάθρο, ο Γιώργος σταματά να κουρεύει και γυρίζει προς το μέρος μου. Καλώς την. Με καλωσορίζει με ένα φιλί και αμέσως μετά μου προσφέρει ό,τι τραβάει η ψυχή μου. Κοιτάζω γύρω μου. Όλοι έχουν μπροστά τους από ένα πλαστικό ποτηράκι. Νερό προς το παρόν, και μετά θα σας ακολουθήσω στο κρασάκι. Ο Γιώργος κουρεύει τη Δήμητρα και ψιλοτσακώνονται. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί. Κάθομαι ήσυχα στον αυτοσχέδιο καναπέ περιμένοντας τη σειρά μου.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Αποδημητικά

Εικόνα απ' το http://whitecitynoise.blogspot.gr/
 Το πιο όμορφο καλοκαίρι των παιδικών μου χρόνων ήταν και το μοναδικό που πέρασα σ’ ένα χωριό.  Το σπίτι που μέναμε, το ζωγράφιζα χρόνια μετά, όταν έπρεπε ν' αποδώσω τη λέξη με εικόνες.  Διώροφο, με μεγάλα παράθυρα και κεραμιδένια στέγη. Με μπροστινό κήπο πνιγμένο στα λουλούδια και πίσω αυλή, κανονική παιδική χαρά. Με την κούνια της κρεμασμένη σε σκοινιά απ’ το δέντρο και μια τσουλήθρα, λιγότερο σκουριασμένη από κείνες του Άγιου Παντελεήμονα.  Δεν σας είπα για το κλειδωμένο δωμάτιο, μα θα σας πω αργότερα. Το χωριό λεγόταν Χερτόκεμπος –ή κάπως έτσι και βρισκόταν στην Ολλανδία, όπου εκείνη την εποχή εργαζόταν εκπαιδευόμενος ο πατέρας μου, σταλμένος απ’ την δουλειά του στην Ελλάδα.
Για ένα παιδί της πόλης, οι μήνες εκείνοι σήμαιναν μη επιτηρούμενα τρεχαλητά σε αγρούς-ζούγκλες ανάμεσα σε στάρια-εξωτικά καλάμια και μπαομπά απ’ όπου φανταστικές κλιματσήδες θα μπορούσαν να διευκολύνουν αιωρούμενες μεταφορές από δέντρο σε δέντρο με απαραίτητη συνοδεία την κραυγή Ταρζάν. Απ' όλα αυτά, μπορεί να υπήρχαν μόνο στάχυα κι η φωνή μου που προσπαθούσε να μιμηθεί τα ταρζανίστικα, μπορεί με μαϊμούδες και λιοντάρια να μην  συναντήθηκα, αλλά αυτό καθόλου δεν μείωνε την πίστη στην ύπαρξή τους και την αγωνία της αναζήτησης. Με το μεγαλύτερο αδερφό μου εξερευνούσαμε μυστικά τους διπλανούς κήπους κι αποκομίζαμε  λάφυρα. Στραπατσαρισμένα τριαντάφυλλα για ν’ αποθέσουμε στην ποδιά της μητέρας μας, η οποία, για μεγάλη μας έκπληξη, καθόλου δεν εκτιμούσε την κίνησή μας.  Τη νευρικότητα και τα «αυτά δεν είναι σωστά πράγματα», τ’ αποδίδαμε στην μη ανακάλυψη-έως τότε- του αγαπημένου της χρώματος. Δεν μας πέρναγε απ’ το μυαλό να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες συλλογής κακοποιημένων ανθών.

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Σιέστα

Με πήρε λέει ο ύπνος ένα σαββατιάτικο απόγευμα, έτσι όπως το συνηθίζει τα καλοκαίρια.
Να σ’ αφοπλίζει από πληκτρολόγια, τηλεχειριστήρια, τηλέφωνα, μολύβια, βιβλία, χαρτιά κι εκκρεμότητες- ακαθόριστους πόνους.
Να σε παρασέρνει στις πλάτες μιας υποψίας ανέμου.

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

παρεμπιπτόντως


[...] το παρακάτω σχόλιο-άποψη ήρθε με μαιλ και θεώρησα ότι ανήκει σε αυτό εδώ το αφιέρωμα της περασμένης και προπερασμένης βδομάδας όπου άνδρες-γυναίκες μπλόγκερ μιλάνε για τις στρατιωτικές θητείες τους. 

Επιπλέον, είχαμε μία έκτακτη συμμετοχή
στο ιστολόγιο του Βιβλιοθηκάριος, το οποίο τέλεσε επί μια μέρα υπό κατάληψη...

"Με την ανεργία να πλησιάζει το 23.6% δεν υπάρχει κανένας (πραγματικός, όχι στατιστικός) λόγος να κλείνονται στα στρατόπεδα παραγωγικοί πιτσιρικάδες αμειβόμενοι με 8.6 ευρώ το μήνα. Θεωρητικά θα υπηρετούν την Πατρίδα, ουσιαστικά θα κάνουν θελήματα αξιωματικών, θα μαθαίνουν την τέχνη της ανούσιας αγγαρείας, θα περιορίζουν το λεξιλόγιο τους σε επίπεδο διαλεκτικού πιθήκου, θα ιδρώνουν, θα καπνίζουν βαριεστημένα και θα τελειοποιούν την τέχνη του να κρύβονται. «Στον Στρατό γίνεσαι άνδρας» λένε αταβιστικά, σαν από κεκτημένη ταχύτητα οι παλιοί. Δεν γίνεσαι άνδρας. Κακός Έλληνας γίνεσαι, καλός δημόσιος υπάλληλος γίνεσαι. Όσοι το λένε αναπολούν με άχρηστες περιγραφικές λεπτομέρειες τη δική τους θητεία. Στην ουσία δεν νοσταλγούν αυτή, αλλά τα νιάτα τους, τότε που υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Εκτός και αν με το «γίνεσαι άνδρας» εννοούν ότι μαθαίνεις πώς να αποφεύγεις κάθε δυνατή ευθύνη, ότι μαθαίνεις να κυριαρχείς σε ασθενέστερους με το ίδιο πάθος που κάποτε  σε κακοποίησαν ψυχικά επειδή ήσουν νεώτερος ή πώς να παριστάνεις ότι σκουπίζεις φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα, επειδή απλώς δεν έχεις τίποτε άλλο να κάνεις. Με αυτή τη λογική, ο στρατός είναι η μεγαλύτερη θερμοκοιτίδα του ελληνικού δημοσίου. Σου μαθαίνει πώς να είσαι αντιπαραγωγικός, υποκριτής και ράθυμος.     
Και στο τέλος του μήνα σου δίνει 8.6 ευρώ επειδή άντεξες.Τα αντεπιχειρήματα ακούγονται από το βάθος. Μιλάνε για πατριωτικό κίνδυνο, για μαλθακότητα και ανθέλληνες. Εκτός του ότι η αδικαιολόγητη επίκληση του πατριωτισμού είναι το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων, ας μην κοροϊδευόμαστε με το θέμα του κινδύνου. Ειδικά οι στρατιωτικοί γνωρίζουν ότι οι κληρωτοί που γεμίζουν αχρείαστα στρατόπεδα ουσιαστικά βρίσκονται εκεί για ψηφοθηρικούς λόγους. Ολόκληρες τοπικές κοινωνίες ζουν από τα γυράδικα, τα καφέ της θλίψης και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια δίπλα σε στρατώνες που φυλάνε το τίποτα. Ένας σημαντικός αριθμός από τους μόνιμους οπλίτες που είχαν προσληφθεί στα χρόνια της ευμάρειας απορροφήθηκαν σε γραφεία, έχοντας την κατάλληλη γνωριμία, το πιο αποτελεσματικό όπλο του ελληνικού στρατεύματος. Και για τους λόγους αυτούς, χρειάζεται νέο αίμα μελλοντικών ανέργων που θα βρίζουν, δε θα προσφέρουν τίποτε σε καμιά κοινωνία, θα πετάνε το φαγητό, ενώ άλλοι άνθρωποι στην κυριολεξία πεινάνε, και ενδιαμέσως θα κάνουν και λόγο γόπινγκ.Ας σοβαρευτούμε. Στα συντρίμμια αυτού του παρελθόντος, καιρός είναι να γκρεμιστούν οι ψευδαισθήσεις. Η στρατιωτική θητεία είναι χάσιμο χρόνου, μια παλαιοκομματικού τύπου εξυπηρέτηση. Στην καλύτερη είναι μια νοσταλγική ανάμνηση και μια σπάνια κοινωνική παρατήρηση της ελληνικής ανθρωπογεωγραφίας. Στην χειρότερη, μια τραυματική εμπειρία που οδηγεί μαλθακά μυαλά στα όρια του μηδενισμού. Ο στρατός είναι η ήττα της πραγματικότητας. Και η χώρα που, την ώρα της πτώσης, αντί να περιορίσει το πρόβλημα, αυξάνει τη θητεία, είναι το Βατερλό της κοινής λογικής!"

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Mην αλλάξεις τίποτα

Να ξυπνάς Κυριακή, στις πέντε το πρωί. Να πηγαίνεις στην Ομόνοια. Κατασκόταδο εντός κι εκτός. Να περιμένεις το πούλμαν για το πρώτο επισκεπτήριο στην Τρίπολη. Κόσμος άσχετος, κακόκεφος, αγουροξυπνημένος. Αξύριστοι πατεράδες, μανάδες με φακιόλια. Κοπέλες βαμμένες κατά το εγχειρίδιο του Cosmopolitan (μα τι ώρα σηκώθηκαν για να προλάβουν να ομορφύνουν;). Οι συνοδοιπόροι σου. Δεν τους έχεις διαλέξει κι ακόμα σιχαίνεσαι να επιλέγουν άλλοι για σένα. Απεχθάνεσαι το τυχαίο. Διανύεις την εποχή της παντοδυναμίας σου. Της υποτιθέμενης βέβαια, αλλά τι σημασία έχει; Λες κι υπάρχει μια αλήθεια για όλες τις ώρες. Λες και δεν είναι αληθινό ότι πιστεύουμε στο βάθος της καρδιάς μας ετούτη εδώ τη στιγμή. Κι ας είναι άλλο απ’ αυτό που θα μας παθιάσει τον άλλο μήνα. Αυτοί λοιπόν είναι οι συνεπιβάτες. Οι απ’ έξω. Γιατί μέσα, ταξιδεύει μαζί σου η αγωνία. Ο στραγγαλιστής των ομαλών χτύπων της καρδιάς σου. Σου ψιθυρίζει όλη την ώρα: «Τι του έχουν κάνει; Θα ‘χει αλλάξει;». Θείοι, μεγαλύτεροι, γνωστοί επαναλαμβάνουν αφόρητα κλισέ: Ο στρατός θα τον κάνει άντρα. Αλλά εσύ ξέρεις περισσότερο απ’ όλους τους, πόσο άντρας είναι. Ξέρεις τα χέρια του, την ένταση του αγγίγματος του, τον τρόπο που σε κοιτάει, το πώς σε λέει «κοριτσάκι μου». Και δεν θέλεις τίποτα ν’ αλλάξει. Ούτε το μήκος των μαλλιών του, ούτε η μυρωδιά, ούτε ένα γραμμάριο απ’ το βάρος του.  Δεν θες να συνηθίσει να τρώει σκουπίδια. Δεν τον θες υπάκουο και προσκυνημένο, δεν σ’ ενδιαφέρει να μάθει να στρώνει το κρεβάτι του –θες το δικό σας μονίμως τσαλακωμένο.  Δεν θέλεις να τον δεις να κρατάει όπλο. Σας αηδιάζουν και τους δύο. Δεν έχει ανάγκη τις σφαίρες τους. Σε παρακολουθεί κι είναι πάντα εύστοχος. Ξέρει τι περιμένεις. Ξέρει την ώρα. Γιατί είσαι η πατρίδα του κι είναι η δικιά σου. Είστε τόσο νέοι. Θα δίνατε τη ζωή σας ο ένας για τον άλλο και κανείς –πέρα από σας- δεν μπορεί να σας εκπαιδεύσει σ’ αυτό.  Δώσε του κουράγιο.
Και καλό σας ταξίδι.


Στο αφιέρωμα συμμετέχουν:

Σου'παν να βάλεις το χακί


Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε
τι να ζητάει [ο στρατιώτης] στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη
Ψυχές πολύβουες κι ούτε ένα πρόσωπο τι καρτεράει κλαρίνα παίζουν
κόσμος γλεντάει η ώρα πάει η ώρα πάει

Πολύ σοβαρά, λίγες μέρες προτού φύγεις, ζήτησες να κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα:

Είπες “μη με αφήσεις όσο θα είμαι στο στρατιωτικό”. Είπα “καλά”.

Ήξερες ότι με αλυσόδενες με αλυσίδα βαρύτερη από τις συνήθεις, τις κοινωνικά επιβεβλημένες. Ήξερες ότι θα τηρούσα το λόγο μου, είχες από νωρίς διακρίνει ψήγματα ηθικού καθωσπρεπισμού. Ήξερα ότι θα κρατούσα την υπόσχεσή μου, είχα δείγματα ιδιοτελούς ψυχαναγκασμού.
Πριν κάνεις αυτή την αναγκαστική στάση στον παραλογισμό, εσύ, ετοιμαζόσουν να βγεις στην παραγωγή, στην πραγματικότητα, στην αληθινή ζωή. Εγώ, ξεκινούσα μακροχρόνιες σπουδές, σε αέναη αναζήτηση της αλήθειας.
Η σχέση, για την εποχή της αταίριαστη και ταραχώδης, είχε αρχίσει εκ των πραγμάτων να φθείρεται και να παλαντζάρει άσχημα. Κι εκεί, μην μπορώντας να κάνεις αλλιώς, έπαιξες το τελευταίο χαρτί σου. Χωρίς να αναγνωρίζεις το στραμπουληγμένο μυαλό μιας έφηβης. Τη διαστρεβλωμένη ηθική των 18 καρατίων.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Μαύρα σκυλιά


Ο Ντέσμο φιλοξενείται στο Puppies Park κι εμείς είμαστε η ανάδοχη οικογένειά του. Θεωρητικά είναι πολύ τυχερό σκυλί. Θα επιβιώσει πολύ παραπάνω από κάποιο άλλο αδέσποτο του δρόμου. Ζει πολύ καλύτερα από ότι στο καταφύγιο σκύλων, όπου κι εκεί μπορεί να τον προλάβει η ανθρώπινη κακία. Περνά περισσότερο καλά από να είναι συνέχεια δεμένος σε ένα ξύλινο σπιτάκι και να γαβγίζει τον καθένα που περνά, υποδηλώνοντας ότι είναι φύλακας, αλλά στην πραγματικότητα αποζητώντας την προσοχή του και την παρέα του. Έτσι κι αλλιώς έτσι που είναι αποκλείεται να περάσει για φύλακας.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Εσύ κι ο γρύλος

Στο κέντρο ενός τεράστιου κτιρίου με περιφερειακές αίθουσες ευάερες κι ευήλιες, βρίσκεται ο χώρος  όπου ανάμεσα σε άλλα, φιλοξενεί –ας πούμε- το γραφείο μου. Εμείς οι μεσαίοι δεν έχουμε παράθυρα. Δεν βλέπουμε αν συννεφιάζει ή αν βρέχει. Αν πήρε φωτιά του διπλανού βουνού η ράχη, αν έρχεται τσουνάμι ή αν ξεκίνησε η επανάσταση. Για την κατάσταση του καιρού και  του κόσμου, παίρνουμε  μια ιδέα όταν σχολάμε.
Όμως, εμάς τους μονόχνοτους του μεσαίου χώρου διάλεξε ο γρύλος.  Κάτω από τη πολυκαιρισμένη μας αρχειοθήκη επέλεξε να κρυφτεί.

Και κάπου μεταξύ των φθοριζόντων συνθετικών μας ήλιων και του αρρωστημένου φωτός των  οθονών, του συνεχούς βόμβου των  υπολογιστών και των κλιματιστικών, ξέσπασε ένα:

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Tι είναι η πατρίδα μου;

Αν ρωτούσα έναν πολύ αγνό άνθρωπο, ένα παιδί,  τι είναι η πατρίδα, θα μου απαντούσε: η αγκαλιά της μάνας. Ο έφηβος θα έδειχνε τους φίλους και το κορίτσι  που ερωτεύτηκε. Ίσως το καλοκαίρι στο χωριό της γιαγιάς.
Φωτό του Λεωνίδα

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Χορεύουμε. Χορεύετε;


Όταν είδα την ταινία «Χορεύετε;» (Shall we dance?) με τον Ρ.Γκιρ και τη Τζ.Λο(πεζ), που ουσιαστικά είναι ραμένη και γραμμένη στα μέτρα του αμερικάνικου χολυγουντιανού κινηματογράφου και της “follow your dream” συνταγής ένοιωσα ότι ανταποκρινόταν πλήρως στο συναισθηματικό μου κόσμο. Περνώντας ο καιρός, εκείνη η πρώτη μου αίσθηση επιβεβαιωνόταν από την υψηλή θέση που είχα χαρίσει στην ταινία στη δική μου κλίμακα κινηματογραφικών-και άλλων αισθητικών αξιών. Σημειώνω εδώ, ότι η προσωπική μου βαθμολογία καθυστερεί λίγο, καθώς συναρτάται ευθέως με την εντύπωση που (από)μένει στο πίσω μέρος του μυαλού και στο βάθος της καρδιάς μου. Και παρά το γεγονός ότι σε αυτό το σημείο οι σινεφίλ της παρέας θα μειδιάσουν ελαφρά, συνεχίζω να υποστηρίζω ότι παρόλο το γλυκανάλατο της πλοκής και τα φτωχικά σκηνικά της, κυρίαρχο στην ταινία-πολύ περισσότερο από άλλες εμπορικές χορευτικές ταινίες-βρίσκω το συναίσθημα· όχι μόνο το απλό, τετριμμένο συναίσθημα μιας νοικοκυρεμένης καθημερινότητας, αλλά και το πιο βαθύ που αναβλύζει με την πλήρωση των προσδοκιών και των ονείρων.