Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Αποδημητικά

Εικόνα απ' το http://whitecitynoise.blogspot.gr/
 Το πιο όμορφο καλοκαίρι των παιδικών μου χρόνων ήταν και το μοναδικό που πέρασα σ’ ένα χωριό.  Το σπίτι που μέναμε, το ζωγράφιζα χρόνια μετά, όταν έπρεπε ν' αποδώσω τη λέξη με εικόνες.  Διώροφο, με μεγάλα παράθυρα και κεραμιδένια στέγη. Με μπροστινό κήπο πνιγμένο στα λουλούδια και πίσω αυλή, κανονική παιδική χαρά. Με την κούνια της κρεμασμένη σε σκοινιά απ’ το δέντρο και μια τσουλήθρα, λιγότερο σκουριασμένη από κείνες του Άγιου Παντελεήμονα.  Δεν σας είπα για το κλειδωμένο δωμάτιο, μα θα σας πω αργότερα. Το χωριό λεγόταν Χερτόκεμπος –ή κάπως έτσι και βρισκόταν στην Ολλανδία, όπου εκείνη την εποχή εργαζόταν εκπαιδευόμενος ο πατέρας μου, σταλμένος απ’ την δουλειά του στην Ελλάδα.
Για ένα παιδί της πόλης, οι μήνες εκείνοι σήμαιναν μη επιτηρούμενα τρεχαλητά σε αγρούς-ζούγκλες ανάμεσα σε στάρια-εξωτικά καλάμια και μπαομπά απ’ όπου φανταστικές κλιματσήδες θα μπορούσαν να διευκολύνουν αιωρούμενες μεταφορές από δέντρο σε δέντρο με απαραίτητη συνοδεία την κραυγή Ταρζάν. Απ' όλα αυτά, μπορεί να υπήρχαν μόνο στάχυα κι η φωνή μου που προσπαθούσε να μιμηθεί τα ταρζανίστικα, μπορεί με μαϊμούδες και λιοντάρια να μην  συναντήθηκα, αλλά αυτό καθόλου δεν μείωνε την πίστη στην ύπαρξή τους και την αγωνία της αναζήτησης. Με το μεγαλύτερο αδερφό μου εξερευνούσαμε μυστικά τους διπλανούς κήπους κι αποκομίζαμε  λάφυρα. Στραπατσαρισμένα τριαντάφυλλα για ν’ αποθέσουμε στην ποδιά της μητέρας μας, η οποία, για μεγάλη μας έκπληξη, καθόλου δεν εκτιμούσε την κίνησή μας.  Τη νευρικότητα και τα «αυτά δεν είναι σωστά πράγματα», τ’ αποδίδαμε στην μη ανακάλυψη-έως τότε- του αγαπημένου της χρώματος. Δεν μας πέρναγε απ’ το μυαλό να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες συλλογής κακοποιημένων ανθών.
 Αραιά και που, η μαμά μας ξαπόστελνε σε θελήματα. Να της φέρουμε αυγά ή γάλα απ’ την κοντινότερη φάρμα. Η αγροτική οικογένεια, όπως και όλοι οι κάτοικοι του χωριού, μας αντιμετώπιζαν σαν δικά τους παιδιά. Ψηλοί, κατάλευκοι, ασπροκόκκινοι, λευκοντυμένοι με ομοιόμορφες φόρμες και πάντα συνωμοτικά γελαστοί, μας γεμίζανε δωράκια κι ας μην καταλάβαιναν λέξη απ’ τη γλώσσα που μιλούσαμε. Πότε μερικά ζεστά αυγά παραπάνω, πότε ένα ολόφρεσκο ψωμάκι κι άλλες φορές ένα μικρό γλυκό.  Ήμουν τότε πέντε χρονών κι ο αδερφός μου δέκα. Τα περισσότερα καλούδια τα χάριζαν σε μένα αλλά εκείνος τα φορτωνόταν στην επιστροφή, μεταφέροντας τα εν μέρει ακέραια. Όσο για του λόγου μου, προχωρούσα στο δρόμο χοροπηδώντας γιατί το κανονικό βάδισμα, φαινόταν κατάλληλο  γι’ ανθρώπους δεμένους σε σιδερένιες μπάλες.
Γυρνούσαμε σπίτι αδημονώντας για την επίσκεψη της γειτονοπούλας μας. Της Κάρολας. Ήταν δώδεκα. Σχεδόν ενήλικας στα μάτια μου. Η φακιδοπρόσωπη και κοκκινομάλλα Κάρολα διέθετε υπομονή αγίας. Μιλούσε ολλανδικά κι εγώ ελληνικά, αλλά ποτέ δεν διέκοψε τη λογοδιάρροιά μου. Με παρακολουθούσε με προσοχή κι έδειχνε να καταλαβαίνει τα πάντα γιατί μου απαντούσε σε μια γλώσσα που έδειχνε σύμφωνη με τα λεγόμενά μου. Συχνά πυκνά, οι συνεννοήσεις κατέληγαν σε παρεξηγήσεις. Η υπομονετική Κάρολα άντεχε το μαλλιοτράβηγμα της έξαλλης πεντάχρονης κι επέστρεφε ζητώντας συγνώμη. Της κρατούσα και μούτρα για λίγο, αλλά τη συγχωρούσα γιατί ήταν πολύ γλυκιά και  ακόμα κι εγώ καταλάβαινα πως το λάθος δεν ήταν δικό της. Τις περισσότερες φορές πάντως, καταφέρναμε να συνεννοηθούμε. Ίσως και να είχαμε ξεκινήσει να μιλάμε λίγο τη γλώσσα η μια της άλλης. Η Κάρολα αποτελούσε για μένα ένα μεγάλο μυστήριο μα σε κάθε περίπτωση, ένα πολύ αγαπημένο μυστήριο.
Μυστηριώδης ήταν κι ο σπιτονοικοκύρης μας. Ένας κουστουμαρισμένος τύπος με καράφλα απαστράπτουσα. Υποθέταμε πως τη γυάλιζε τόσο συχνά όσο και τα παπούτσια του. Το σπίτι με τα τέσσερα υπνοδωμάτια, το έχτισε για να γεμίσει παιδιά. Λίγο καιρό μετά το γάμο, η αγαπημένη του γυναίκα αρρώστησε και πέθανε. Αυτά, η  μαμά τα είχε μάθει από τη φίλη της την Πάολα, τη μαμά της Κάρολας. Μια φορά τη βδομάδα, ο φαλακρός κύριος μας επισκεπτόταν. Όχι εμάς ακριβώς. Πήγαινε στο κλειδωμένο υπνοδωμάτιο. Το νυφικό. Ξεκλείδωνε, τρύπωνε χωρίς ν’ αφήσει αρκετά ανοίγματα στην πόρτα και ξανακλειδωνόταν μέσα για ώρες. Μας είχαν πει να μην το κάνουμε, αλλά πάντα, εμείς τα παιδιά, παραφυλάγαμε έξω απ’ την πόρτα και κρυφακούγαμε τ’ αναφιλητά του. Μας φαίνονταν τόσο ανεξήγητα που καταντούσαν αστεία. Μια μέρα είχε ξεχάσει την πόρτα μισάνοιχτη και μπόρεσα να δω πως ήταν χωμένος στην ντουλάπα, μύριζε τα φορέματά της και τα μούσκευε στα δάκρυα. Έβγαινε απ’ το δωμάτιο σοβαρός και με κατακόκκινα τα γαλανά του μάτια. Στη συνέχεια πήγαινε στην τουαλέτα κι ανακουφιζόταν. Ήταν κι αυτό μέρος του τελετουργικού. Επίσης, ήταν η στιγμή που σκορπίζαμε κυνηγημένοι απ’ την μπόχα. Ο σπιτονοικοκύρης μας, μάλλον παραμελούσε το θέμα της υγιεινής διατροφής. Όλα αυτά τα μετέφερα στην Κάρολα. Εκείνη ή  ήταν εχέμυθη ή δεν καταλάβαινε λέξη, γιατί αν και με άκουγε ευλαβικά, ουδέποτε μετέφερε πληροφορίες στη μαμά της.
Το καλοκαίρι εκείνο πρέπει να διήρκησε γύρω στα τέσσερα με πέντε κανονικά καλοκαίρια, μετρημένο σε παιδικές ώρες, εξαργυρωμένες μ’ ελευθερία, χαχανητά, τρεξίματα κι ανακαλύψεις. Τέλειωσε απότομα.  Ένα πρωινό, το εκκωφαντικό φουρφούρισμα από δεκάδες ρόδες μ’ έστειλε στο παράθυρο.  Ένα σμήνος παιδιών περνούσε με τα ποδήλατα μπροστά απ’ το σπίτι μας. Προσηλωμένα στο δρόμο, κοίταζαν όλα μπροστά. Είδα την Κάρολα, τ’ αδέρφια της κι άλλους καλοκαιρινούς φίλους. Τους χαιρέτησα επίμονα, μα δεν με πρόσεξαν. Συνέχισαν την πορεία τους κουδουνίζοντας και ρίχνοντας πεταλιές. Ξεκινούσαν το σχολείο κι εγκατέλειπαν το καλοκαίρι σαν αποδημητικά. Πετούσαν σε μια χώρα σοβαρότητας, με λιγότερο παιχνίδι. Με κρύο, βροχές και καταναγκαστικά διαβάσματα. Το χειρότερο ήταν πως κι εγώ σύντομα θα επέστρεφα στην Ελλάδα. Σε μια πατρίδα που είχα ξεχάσει. Θα μου φαινόταν σταχτιά κι άσχημη και θα ‘κανα δεκαετίες να την αγαπήσω απ’ την αρχή, θεωρώντας πάντα σπίτι εκείνο το διώροφο με τον κήπο, την αυλή και το μυστικό δωμάτιο. Σαν να μην έφτανε αυτό, θα ξεκινούσα το σχολείο, πρώτη φορά, κι αυτό με γέμιζε τόση μελαγχολία, που αν ήμουν κουστουμαρισμένος φαλακρός άντρας, θα κλειδωνόμουν  και θα πλάνταζα στο κλάμα.
Αντ’ αυτού κλείδωσα την εικόνα των αποδημητικών με τα ποδήλατα.
Προχθές, δύο αγόρια-έφηβοι, στην ηλικία του γιου μου, διέσχισαν με τα ποδήλατα το δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι. Πανέμορφοι σαν κι εκείνον. Κάπου μακριά είχαν προσηλωμένα τα βλέμματα. Κοιτούσαν τον ουρανό, τα σύννεφα, το μέλλον τους. Δεν έχω ιδέα.
Να, δυο αποδημητικά σκέφτηκα. Ξεκινούν για μια νέα πατρίδα. Μπορεί να τους πάρει χρόνια να την αγαπήσουν. Ίσως να κρατούν σαν ζωγραφιά την ανάμνηση ενός σπιτιού στο ελληνικό χωριό και να δυσκολευτούν να την αντικαταστήσουν. Ίσως μια φίλη, μια υπομονετική Κάρολα,  να κάνει τα πράγματα πιο εύκολα.
Κοίτα τι περίεργα πράγματα φθάνεις να εύχεσαι στα παιδιά.

4 σχόλια:

  1. αχ τι αναμνήσεις πυροδότησες και ξύπνησες μέσα μου!
    εμπειρίες που ανταποκρίνονται σε αρχέτυπα, ή εγκαθιστούν μέσα μας εικόνες προσωπικών αρχετύπων, έτσι που μετά κρίνουμε και συγκρίνουμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας...
    ωραία είναι αυτά, αρκεί να μην τα βλέπει κανείς με τη νοσταλγία του "αχ τι χάσαμε"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάτι χάνουμε, κάτι κερδίζουμε. Ας εστιαστούμε στο κέρδος και πώς/αν θα το κατακτήσουμε. Ή πώς θα το κατακτήσουν τα παιδιά, που θα πρέπει να δώσουν μάχες εξ αρχής. Κέρδος αναμνήσεων, αρχετύπων, εικόνων.

      Διαγραφή
  2. Τι όμορφο κείμενο!
    Με μάγεψε.
    Ταυτίστηκα πολύ με το 5χρονο κοριτσάκι.
    Μου θύμισε τον εαυτό μου τις τελευταίες μέρες των διακοπών, πριν το σχολείο...
    Χωρίζαμε με την καλοκαιρινή παρέα με τραγικό τρόπο, λες και θα πηγαίναμε φυλακή.
    Να μην ξεχάσεις ποτέ το διώροφο σπίτι των παιδικών σου χρόνων, ούτε τους Ολλανδούς φίλους σου.
    Πολλά πολλά καλοκαιρινά φιλάκια:))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μήπως και δεν είναι φυλακή τα σχολεία; Δεν θα 'πρεπε, αλλά είναι. Δεν το ξεχνάω το σπίτι Σοφάκι. Αν μου πεις -και τώρα- να ζωγραφίσω ένα σπίτι, αυτό θα μουτζουρώσω. Να είσαι καλά φιλενάδα.

      Διαγραφή