Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Παρα-πλευρη

«Έλα, έλα», φώναζε, αλλά έτσι που είχε βγάλει τη μασέλα της ακουγόταν σαν «Εύα, Εύα», και ενώ κανείς δεν είχε δώσει σημασία στις πρώτες φωνές, και ίσως κάποιος ακούγοντάς το την εικοστή όγδοη φορά να σκέφτηκε, στην αρχέγονη μητέρα όλων προσεύχεται, την ίδια στιγμή κάποιος άλλος σήκωσε το κεφάλι και την είδε να κρέμεται σαν εσώρουχο ζαρωμένο από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, και τότε όλοι οι οι άλλοι, που ήταν έξω εκείνο το αναποφάσιστο καλοκαιρινό απόγευμα, ακολουθώντας την κίνηση του πρώτου μάρτυρα σήκωσαν κι αυτοί προς τα πάνω το κεφάλι, ίσως τότε κι οι καταστηματάρχες από τα τριγύρω μαγαζιά άφησαν τους πελάτες και βγήκαν να δουν τι τελικά συμβαίνει. Ενώ ο κόσμος μαζευόταν γρήγορα κι άλλοι πολλοί βγήκαν στα μπαλκόνια, οι κραυγές συνέχιζαν να σχίζουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα και τότε είδαν τα μπλε φώτα να κατεβαίνουν το δρόμο που, συνήθως όλοι οι άλλοι ανέβαιναν.
Μην ανησυχείτε, της είπαν. Θα τον βρούμε τον άντρα σας. Τον είδε να βγάζει το μικρόφωνο, έσκυψε και απλώθηκε λίγο παραπάνω στο κιγκλίδωμα, ένα ώριμο ζαρωμένο σύκο, που απαύδησε να περιμένει κάποιον να το κόψει, αλλά δεν άκουσε να τον φωνάζει, σαν τηλέφωνο έμοιαζε αυτό το μικρόφωνο, και δεν άκουγες τι έλεγε στην άλλη άκρη της γραμμής. Τότε ακριβώς κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να έχει πιστέψει ούτε μια στιγμή ότι αυτός έψαχνε για το γέροντά της, Σήφη, το Σήφακα, όπως τον φώναζαν στο καφενείο, να εκεί απέναντι, αυτός που φορούσε μπλε στολή και είχε μπλε μάτια, μάτια που ουρλιάζανε καμιά φορά, ανισόρροπος άνθρωπος, της έμοιαζε. Παρόλα αυτά σταμάτησε το έλα, έλα και ξεκίνησε ένα είδους αλισβερίσι μαζί τους, ενώ ο άλλος, με την επίσης μπλε στολή, έβγαλε ένα μπλοκ και σημείωνε…Φωνάζει τον δικό της άνθρωπο, που όμως, όπως έλεγαν οι γείτονες, ο φαρμακοποιός, ο ιδιοκτήτης της κάβας, το κορίτσι από το φροντιστήριο ξένων γλωσσών, είχε προ πολλού αναχωρήσει από το μάταιο τούτο κόσμο, κι η κόρη έπρεπε να δουλεύει πρωί-βράδυ για να μπορεί να ανταπεξέρχεται στους γιατρούς της μάνας, και στα δικά της, βέβαια, το έριχνε που και που έξω, λέγανε οι φαρμακόγλωσσες, που στέκονταν πίσω-πίσω, κάνοντας δήθεν τις αποτροπιασμένες, χωρίς να παραλείπουν ούτε μια κουβέντα από αυτές που αντάλλασσαν οι αστυνομικοί, που τώρα προσπαθούσαν να βρουν την κόρη στο κινητό ή σε κάποιο συγγενικό σπίτι. Η έλα-έλα, κάθε τόσο τους έριχνε ένα βρισίδι, βλέποντας να μην εισακούονται οι εκκλήσεις της, το οποίο προκαλούσε τη θυμηδία και μια κάποια ψευτοντροπή της ομήγυρης, άλλοτε ξεμπρόστιαζε τις γειτόνισσες, όταν τις αναγνώριζε, όσο τα κατάφερνε τώρα που το φως μειωνόταν κι η υγρασία θόλωνε την ατμόσφαιρα. Η γριά ίδρωνε, κάποιες σταγόνες έπεσαν κάτω στο πεζοδρόμιο, εκεί που στεκόνταν οι τρεις γάτες, μια οικογένεια, πατέρας, μάνα, παιδί, με αυτήν την παραδοσιακά ιεραρχημένη σειρά, μπροστά από τα όργανα της τάξης, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα με αδημονία, μόνος τους φόβος, μην κλείσει κάποιος το καπάκι από το σκουπιδοτενεκέ και τους στερήσει το βραδυνό φαγητό.

Μέσα στη μουντάδα ίσα που πρόλαβε να δει την κόρη της να βγαίνει αναμαλλιασμένη από ένα ταξί, με λαχτάρα κάρφωσε τα υγρά θολωμένα μάτια της στην οικεία φιγούρα, τώρα όλα θα σιάξουν, σκέφτηκε και ησύχασε, έκλεισε τα αυτιά της, χωρίς να ακούει τις σειρήνες, έκλεισε τα μάτια της, χωρίς να δει τα ανθρωπάκια με τα άσπρα που μπαίνανε μαζί της από την είσοδο της πολυκατοικίας.


Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Νύχτα στο Ουαλικό χωριό

Φτάσανε στο χωριό με το τελευταίο λεωφορείο. Μόνο οι δυο τους κατέβηκαν στη στάση. Ψιλόβρεχε.
(Όπως πάντα.)
Οι ομπρέλες άχρηστες. Η βροχή σε βρίσκει ότι κι αν κάνεις. Από πάνω, από κάτω, απ' το πλάι. Εδώ, όλα είναι βροχή. Οι ντόπιοι μουλιάζουν και μέσα τους. Κι όποιος μένει καιρό, γίνεται κι αυτός βροχή. Όσο κι αν προσπαθεί να αντικαταστήσει τη βροχή με μπύρα.
Σκοτείνιαζε.
(Λίγο περισσότερο από πάντα.)

Κι ενώ δεν ήταν μαθημένοι στο σκοτάδι και την υγρασία, για λόγο μυστήριο κι ίσως λίγο άρρωστο, εκείνος είπε:
- Πάμε μια βόλτα;
- Πού; ρώτησε εκείνη, λες κι είχε νόημα ο ακριβής καθορισμός του τόπου.
- Να, εδώ παρακάτω.
(Πάντα αυτά τα λόγια-συνδετικοί ιστοί των σιωπών που τα 'χουν εννοήσει όλα.)

Πάνε λοιπόν.
Τα τελευταία σπίτια -όπως και τα πρώτα- είναι πέτρινα. Από τα κενά τους ξεφυτρώνουν λογιών-λογιών ασυνάρτητες πρασινάδες. Παιδιά της βροχής. Στα πεζούλια γλάστρες που κανείς δεν νοιάζεται να ποτίσει.

Στα παράθυρα κατοικίδια.
Στην αρχή ζωντανά.
'Οσο πλησιάζουν τη σκοτεινή εκκλησία, αυτήν που σκύβει λες πάνω απ' το χωριό, τα ζώα μοιάζουν αληθινά, αλλά αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, είναι λούτρινα στην αρχή, πορσελάνινα στο τέλος του δρόμου.
Οι ζωντανοί αποσύρονται.
Οι άνθρωποι αόρατοι.

Φτάσανε πια στο αρχαίο κοιμητήριο. Εδώ κι οι πρασινάδες ακόμα, κρατάνε την ανάσα τους.
Στον περίβολο μερικά γηραλέα πεύκα με το κορμί τους τυλιγμένο στους κισσούς. Σε μερικούς απ' αυτούς, κάποιοι κόψαν τις ρίζες, να σταματήσουν το αγκάλιασμα που είχε μετατραπεί ήσυχα-ήσυχα σε στραγγάλισμα. Τα φύλλα πέσανε και τα κλαδιά των κισσών ξεραθήκανε.  'Οτι απόμεινε, κάνει τα δέντρα να μοιάζουν ανατριχιασμένα.
Οι σφραγισμένες πόρτες της εκκλησίας φουσκώνουν. Διακόσια χρόνια τώρα, μαζεύουν πόνο. Μια μέρα θ' ανοίξουν. Θα ξεβράσουν τις συλλογές τους.
Γάμοι και βαφτίσια δεν έχουν γίνει εδώ. Τα μωρά που μπήκαν, μοιάζανε κοιμισμένα, αλλά -δες εδώ- δεν ήταν.

Μαύρες πέτρες ολόγυρα, αλλά η πρώτη, είναι η σκοτεινότερη.
Εδώ ο Ρόμπερτ κι η Ελίζαμπεθ, έθαψαν πριν δυο αιώνες το μωρό τους. Πάει τόσος καιρός κι όταν διαβάζεις τα λόγια, όλα είναι τριγύρω. Η βροχή εκείνης της μέρας, η οδύνη, η μητέρα, ο πατέρας να την στηρίζει.
(Πάντα να παριστάνει το δυνατό.)

Ο Ρόμπερτ κι η Ελίζαμπεθ έχουν πεθάνει πριν χρόνια αλλά ο πόνος τους χαραγμένος στον τάφο μένει και μένει. Λες κι οι μυτερές κορφές της εκκλησίας τρυπήσανε τη φούσκα του χρόνου, αυτήν που περιβάλει τον κόσμο μας, κι άφησαν από κει να ξεχυθεί βροχή κι οδύνη. Ποτίσανε το χώμα, γίνανε ο τόπος.
Οι χαρές δεν καταφέρνουν ν' αφήσουν τόσο βαθύ αποτύπωμα. Είναι μόνο της στιγμής η έντασή τους. Αν αρπάξεις την ένταση, αν κρατήσεις στα χέρια την άμμο της στιγμής, τότε θα κάνεις ένα μπάλωμα στο χρόνο. Άτεχνο, κακοραμμένο μα με τη δική σου αναγνωρίσιμη τεχνική.
(αν)


Παραταγμένες οι γρανιτένιες στήλες, μια ιστορία η καθεμιά που δεν θες να διαβάσεις, μα λες κι έχουν νύχια και σ' αρπάζουνε.
Να δες με!
Φαντάσου με!
Ζωντάνεψε με!
Έφυγα και χάθηκα;
Αυτό ήταν;
Αυτό είμαι;
(Κι εσύ; Να ρωτάς πάντα: Τι είσαι εσύ;)

Εκείνος αποφασίζει να δει κι άλλα.
(Πάντα, ανάμεσα στα μάτια του και τον κόσμο, μια φωτογραφική μηχανή. Φρουρός και φίλτρο.)

Εκείνη έχει μόνο τους φακούς επαφής της. Υπέρλεπτους.
Στρέφεται στην άλλη μεριά του φράχτη.
(Πάντα υπάρχει άλλη μεριά.)

Πρόβατα. Αποφορά ζωής.
(Ο θάνατος πίσω μυρίζει μούχλα και φωνάζει, μα τώρα υπάρχει κι αυτή η όψη.)

Δεν θα γυρίσει.
Θα βαδίσει αργά-αργά.
Δεν θα κολλήσει στη λάσπη.
Δεν θα βουλιάξει.
Θα κοιτάει τα πρόβατα.
Θα περπατάει με το ρυθμό που μασάνε ξανά και ξανά το χορτάρι.
(Το ποτισμένο απ' τη βροχή κι απ' την οδύνη που ξεχείλισαν από την τρύπα του χρόνου.)

Αλλά, θα πρέπει να σταθεί. Να κοιτάξει πίσω.
Πού είναι εκείνος;
Μαζί θα φύγουν απ' το θάνατο.
(Πάντα να νομίζουν πως μπορούν να του το σκάσουν.)




Όλες οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα.

Ποστ αφιερωμένο στο φίλο μου το Γιώργο, γνωστό και ως βιβλιοθηκάριο. Τον Τζίμινι Κρίκετ των βαριεστημένων βλογεράδων.

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Εν-ηλικίωσις




We shall not cease from exploration 
And the end of all our exploring
 Will be to arrive where we started
 And know the place for the first time.
 Through the unknown, unremembered gate
 When the last of earth left to discover
Is that which was the beginning

T.S.Eliot



Έχει μείνει ξάγρυπνη όλο το βράδυ. Η μια σκέψη να καθησυχάζει την άλλη και η καινούργια να ξεπετιέται σαν ένα χνούδι σκόνης που ξεκολλά από το ταβάνι και αιωρείται στον αέρα μέχρι να φτάσει και την πλακώσει. Κι η καρδιά κάθε τόσο να παραφυλά την αναστάτωση. Όπως πάντα, πριν από ένα σημαντικό γεγονός της μέχρι τώρα ζωής της. Άραγε πώς θα είναι εκεί έξω; Είναι καλά προετοιμασμένος; Θα είναι καλά εκεί που θα μείνει; Θα τρώει καλά; Θα τα καταφέρει στα μαθήματα; Κι αν τον προγκήξει κάποιος καθηγητής; Κι αν τον ειρωνευτεί κάποιος ντόπιος συμφοιτητής; Κι αν ερωτευτεί και ξεμυαλιστεί; Κι αν κρυώσει χωρίς… Πήρε αρκετά φάρμακα μαζί του; Μπορεί να καταλάβει αν έχει πυρετό χωρίς το προστατευτικό χέρι της μάνας; Συνέχιζε να ταλανίζεται και να φαντάζεται τη μετά ζωή, κομμένη και γραμμένη με τις μέχρι τώρα εμπειρίες της.
Τον βλέπει να ισορροπεί πάνω στα βραχάκια της παραλίας, αυτά που χαράζουν την παραλία απλώνοντάς τη μέχρι πέρα στον ορίζοντα, και τρέμει στη σκέψη μην πέσει και χτυπήσει. Γέμισε με φιλιά και λεβάντες τα ρούχα του, αργότερα θα τα στέλνει κρυμμένα μέσα σε καλοραμμένα φακελάκια. Περνάει η αγάπη μέσα από τα γουάι-φάι επιβιώνουν τα συναισθήματα μέσα από τις οπτικές ίνες;

Κάθεται και κοιτά τον ωκεανό. Μια ζεστή κούπα καφέ. Τη δική του. Αυτήν που θα γεμίζει προσεκτικά κάθε-μέρα. Αυτή που για πολλά χρόνια θα κουβαλάει πάντα μαζί του, ξεφλουδισμένη, γαριασμένη, αγαπημένη. Παρέες. Ξενύχτια. Ξύδια. Γλυκίσματα. Γέλια. Χάδια και φιλιά. Κουβαλάει βιβλία. Πολλά παραπάνω από όσα μπορεί να σηκώσει, όπως τότε στο δημοτικό. Πέιπερς και περγαμηνές. Ξυραφάκια και προφυλακτικά. Νομίζει ότι θα τα καταφέρει. Δεν νοιώθει καμιά ιδιαίτερη ανησυχία όπως όλοι οι άλλοι γύρω του. Το μυαλό του είναι μπροστά. Κι όμως θα τα καταφέρει. Θα βουτήξει βαθιά μέσα. Ντέφινιτλυ.

*αφιερωμένο στη συν-μπλόγκερ μου

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Τα νέα σας

Η βδομάδα ξεκινάει με μυρωδιά φρεσκοκομμένου καφέ. 
Ε, κάθε αρχή κι εύκολη. 
Στη συνέχεια τα χαλάμε λίγο. 

Προσπαθούμε να χαμογελάσουμε:
... κι απομένουμε να κουνάμε το κεφάλι.

Μαθαίνουμε πως τα παιδιά της Γάζας ξεκινάνε το σχολείο. (Το χιλιοτρυπημένο, το ετοιμόρροπο, με τις εκατοντάδες απουσίες.)
Αλλά κοιτάξτε:
Χαμογελάνε.
Εμείς τι θα 'πρεπε να κάνουμε;

Εντάξει, μπορείς να χαμογελάσεις και με το Βενιζέλο που σπεύδει πανικόβλητος να αλλάξει τον εκλογικό νόμο, και με τον υπερφιλελεύθερο Χωμενίδη (πόσο ταλέντο στα σκουπίδια της ξινίλας!), που μυρίστηκε ναυάγιο κι εγκαταλείπει το πλοίο της ΝΕΡΙΤ.
(Αχ ποντικάκι, ποντικάκι.)

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Περί-πτυξις



Πίσω από τη σιδερένια πόρτα του κήπου το κορίτσι στεκόταν ολόρθο. Περίεργο, γιατί συνήθως το συναντούσες σκυφτό, πότε να σκαλίζει κανένα παρτέρι, πότε να ξεβουλώνει τις απορροές, πότε γερμένο κάτω από τις φυλλωσιές να κλαδεύει ατίθασες παραφυάδες. Όταν βέβαια την πετύχαινες κάτω στον κήπο, γιατί τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας πνιγμένο μέσα στο μεροδούλι ίσα που προλάβαινε να του ρίξει κάποιες κλεφτές ματιές επιστασίας κάθε φορά που περνούσε δίπλα από κάποιο παράθυρο της μονοκατοικίας όπου έμενε μαζί με τους γηραιούς - πλέον - γονείς του. Αφότου η δίδυμη αδερφή της είχε παντρευτεί κι είχε μετακομίσει σε άλλη πόλη, είχε αναλάβει, βάσει μιας ερήμην της ανείπωτης συμφωνίας, τη φροντίδα τόσο των γονιών όσο και της πατρικής κατοικίας,  καθώς όμως είχε αργήσει να παντρευτεί τον κατάλληλα προικισμένο νέο και να φτιάξει το δικό της σπιτικό, και τα χρόνια περνούσαν, το σπίτι και οι γονείς χρειάζονταν ολοένα και μεγαλύτερη φροντίδα.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Γατίσια Χαμόγελα (3η Καρτ-ποστάλ στον Τσαλαπετεινό)


Καλέ μου Τσαλαπετεινέ,

Την έλαβα την καρτ-ποστάλ σου . 'Οπως είπες κι εσύ, οι ιστορίες είναι Μπάμπουσκες. Ο μικρός εσταυρωμένος Τσαλαπετεινός με τ’ απλωμένα -γεμάτα περιστέρια- χέρια, μου θύμισε κάτι άλλο. Βλέπεις, έχω βρεθεί κι εγώ φορτωμένη περιστέρια.
Αλλά ας ξεκινήσουμε απ’ την αρχή.
Υπήρξα μοναχικό παιδί της πόλης. Χωρίς φίλους στη γειτονιά μια και το σχολείο ήταν μακριά απ’ το διαμέρισμα. Αν κι η οικογένεια απαρτιζόταν από μαμά/γιαγιά/αδερφό, για μένα, οι πιο πολύτιμες ώρες της μέρας, ξεκίναγαν όταν επέστρεφε σπίτι ο μπαμπάς.
Παραφύλαγα τον ήχο των κλειδιών κι ορμούσα στην αγκαλιά του –τάχα μου- να τον αιφνιδιάσω. Δεν ξέχναγε ποτέ να δείξει έκπληκτος και δεν του 'παιρνε πάνω από ένα κλείσιμο του ματιού για να ξεφορτωθεί τον χαρτοφύλακα και την κούραση της μέρας. Πάντα, μα πάντα, το πρόσωπό του φωτιζόταν από ένα γατίσιο χαμόγελο.
Γιατί γατίσιο;
Καταρχήν γιατί γέλαγε κάτω απ’ τα μουστάκια που δεν είχε. Ήμουν σίγουρη, πως αν είχε τον κατάλληλο γατομηχανισμό, θα συνόδευε το συγκεκριμένο χαμόγελο με γουργουρητό.  Έπειτα, το χαμόγελό του ήταν απολύτως συνωμοτικό.Σαν των γατιών. Οι γάτες έχουν πάντα ένα ύφος μυστηριώδες. Ξέρουν κάποιο μυστικό γνωστό μόνο στις ίδιες. Αυτό το ίδιο χαμόγελο, το έχω δει -σπάνιες φορές- και σ’ άλλους πατεράδες. Για έναν περίεργο λόγο, όλοι αυτοί, είναι μπαμπάδες κοριτσιών.  Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.   

Ο μπαμπάς ταξίδευε συχνά. Κι αυτό ήταν κάτι που με στενοχωρούσε. Άρχιζε να μου λείπει πριν ακόμα φύγει. Για να εξευμενίσει αυτόν τον πόνο, ο σοφός μου γάτος, είχε επινοήσει μια χαρά. Κάθε φορά που έβγαζε εισιτήριο, με έπαιρνε μαζί του στο Σύνταγμα,. Εκεί βρίσκονταν τα γραφεία της Ολυμπιακής. Αφού λοιπόν, υπέμενα την έκδοση του μακρόστενου χαρτιού, που έμοιαζε με μπλοκάκι και θα έπαιρνε τον μπαμπά μακριά, αφού χάζευα προσπέκτους με αεροπλάνα κι ονειρευόμουν σύννεφα, ουρανούς και ταξίδια, πηγαίναμε επιτέλους μια βόλτα στην πλατεία. Αυτήν με τους Ευζώνους, που καθόλου δεν με εντυπωσίαζαν και με τα περιστέρια, που λατρεύαμε κι εγώ κι εκείνος.
Αγοράζαμε  χάρτινες σακούλες με σπόρια και ταΐζαμε τα πουλιά. Μοιράζαμε μαζί με τους σπόρους, ζεστή-ζεστή ευτυχία και γατίσια χαμόγελα. Μια σακούλα ποτέ δεν ήταν αρκετή. Μόλις τα σπόρια εξαντλούνταν, έριχνα ένα παρακλητικό βλέμμα. Υποθέτω πως θα βλεφάριζα κιόλας. Πλινκ-πλινκ και σε λίγο, ανοίγαμε καινούριο σακουλάκι.
Είχαμε σύστημα.
Στην αρχή, ρίχναμε τους σπόρους μακριά και σιγά-σιγά, τους αφήναμε όλο και πιο κοντά μας. Στο τέλος, τα περιστέρια έτρωγαν απ’ το χέρι μου. Το τι χαρά έκανα μόλις ένοιωθα το αρχικό τσίμπημα στην παλάμη, δεν λέγεται. Το πρώτο γενναίο και πιο πεινασμένο πουλί πήδαγε κάποια στιγμή στο μπράτσο μου, που έτσι κι αλλιώς, έμοιαζε πολύ με κλαράκι. Μόλις στερεωνόταν κι έτρωγε από θέση προνομιακή, το ακολουθούσαν μιμητές και κατέληγα σκεπασμένη από πτηνά. Ευτυχώς, δεν είχα δει ακόμη τη σχετική ταινία του Χίτσκοκ κι έτσι η ευτυχία μου άστραφτε άθικτη.

Πολλά χρόνια αργότερα, πήγαινα να τον δω στο νοσοκομείο. Μέρες πριν, είχε βυθιστεί σ΄εναν ύπνο, που οι γιατροί χαρακτήριζαν προκαταρκτικό του μεγάλου. Δεν επικοινωνούσε πια, δεν απαντούσε, δεν ένευε, δεν άνοιγε τα μάτια. Έτσι κι αλλιώς, μόνο εκείνα βλέπαμε. Το υπόλοιπο πρόσωπο, το κάλυπτε η μάσκα που στήριζε τις τελευταίες του ανάσες. Μπήκα στο δωμάτιο κι η μαμά, κινούμενη από λόγο φαινομενικά αναίτιο, του ψιθύρισε: «ήρθε η Ντούσα σου». Έτσι μ’ έλεγε. Ντούσα-ψυχή μου. Όσο κι αν δεν το περιμέναμε, άνοιξαν τα μάτια του και μου χαμογέλασαν γατίσια.

Αυτό το βλέμμα ήταν για μένα μια καρτ-ποστάλ. Αν η καρδιά είχε τσέπες, θα έλεγα πως την φυλάω πάντα βαθιά μέσα τους. Την κοιτάω πού και πού, όπως και τώρα που σου γράφω- και κάθε-μα κάθε φόρα- νοιώθω όπως τότε που με κάλυπταν τα περιστέρια για να φάνε απ’ την χούφτα μου.

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Ένα παράξενο χωριό (2η Καρτ-ποστάλ στον Τσαλαπετεινό)

Καλέ μου Τσαλαπετεινέ,

Το περιστέρι που έφερε την καρτ ποστάλ σου, βολεύτηκε, ραχάτεψε και κοντεύει να πλαντάξει από το πάχος. Κάθε φορά το σπρώχνω να πετάξει, να σου φέρει την απάντηση κι αυτό έρχεται πιο κοντά και γουργουρίζει. Μαλαγάνας ο τύπος κι εγώ δεν θέλω πολύ για να μην του χαλάσω χατίρι. Μα έλα που το καλοκαίρι πάει, πέρασε κι η καρτ ποστάλ, φορτωμένη φωτογραφίες βρίκεται ακόμα εδώ. 
Ε, δεν πήγαινε άλλο. Κάθισα και του εξήγησα την κατάσταση. Μου γουργούρισε. Του είπα πως μ’ αυτά και μ’ αυτά, δυσφημεί το μεταφορικό του κλάδο κι ο ανταγωνισμός θα τον τσακίσει. Θα μείνει άνεργος. Άφησε μια αναιδέστατη κουτσουλιά στο πλακάκι και με παρακολουθούσε με αδιακρισία να την καθαρίζω. Του είπα πως θα γίνει χοντρός και πλαδαρός –που ήδη έγινε- και δεν θα τον θέλουν οι περιστέρες. Μου ‘κλεισε το μάτι και κάτι πάνω του, μου θύμισε το γουρούνι του Αρκά. Στο τέλος τσακωθήκαμε και καθίσαμε για ώρα με τις πλάτες γυρισμένες. Μετά, άρχισε τα καλοπιάσματα, εγώ έκανα τη θυμωμένη κι εκείνο, στο τέλος υποχώρησε. Είπε πως άντε, θα στη φέρει την κάρτα, αλλά αυτή είναι η τελευταία φορά που μας κάνει τον ταχυδρόμο και την επόμενη να χρησιμοποιήσουμε, λέει, το διαδίκτυο όπως όλος ο κόσμος.
Ας είναι λοιπόν.
Θα σου δείξω ένα παράξενο χωριό. Αυτή είναι η πρώτη φωτογραφία του.

Όμορφο, ε; Ένα τυπικό κυκλαδίτικο χωριό θα έλεγες. Αλλά δεν είναι. Κοίταξε καλύτερα. Πρόσεξε τις λεπτομέρειες. Την τάξη.


Τις σχεδιαστικές πινελιές.


Η απουσία ανθρώπων στα σοκάκια, δεν ήταν επιδίωξη του φωτογράφου. Ότι ώρα και να βρεθείς εκεί, επικρατεί σιωπή κι ακινησία. Πινακίδες σε προειδοποιούν να μιλάς χαμηλόφωνα. Δεν υπάρχει εδώ πλατεία ούτε καφενείο, φούρνος, ταβέρνα, ή η αυλή μιας εκκλησίας, μια παιδική χαρά, ένα μέρος βρε παιδί μου να μαζεύονται οι άνθρωποι. Όλοι δίπλα-δίπλα-να τηρούν τις προδιαγραφές της αρχιτεκτονικής παράδοσης. Και όλοι χώρια. Μόνο σ’ αυτή τη φωτογραφία, φαίνεται πως κάποιος μαθαίνει λέξεις από Θήτα.


Θάλασσα, θυμός, θάρρος, θρασύς, θάνατος, θάμβος, θέλησις. Δυσκολοπρόφερτες όλες για έναν ξένο, μα αν έχεις μάθει να λες το θήτα, έχεις κατακτήσει ένα ζόρικο κομμάτι της γλώσσας. Κι η γλώσσα είναι πατρίδα λένε. Ειδικά για τη δικιά μας, είχε πει ο Ελύτης: 
"Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις."
Ολόγυρα στο χωριό έχει ελιές, αμπέλια και πολλά καράβια παρελαύνουν στην εντυπωσιακή θαλασσινή θέα. Ωστόσο, Ελλάδα δεν θα το ΄λεγες το συγκεκριμένο μέρος κι ας έχει περάσει επιτυχώς, όλη την παραπάνω διαδικασία της αποσύνθεσης κι ανακατασκευής. 

Βλέπεις, αυτό το χωριό, το λέγανε κάποτε Μπερδεμιάρο. Οι κάτοικοι το εγκατέλειψαν. Ήταν πολύ φτωχοί και ξενιτεύτηκαν όλοι. Τα σπίτια ρήμαξαν και γκρεμίστηκαν. Μια μέρα, κάποιος Γερμανός περπάτησε στα ερείπια κι αγάπησε τον αέρα-το βασιλιά του νησιού, τα καφετιά βουνά, τ’ ασπράδι των διπλανών χωριών (που επιβίωναν ακόμα), τον ουρανό, τη θάλασσα. 
Όλο αυτό το αστραφτερό πακέτο που κάθε χρόνο ξετυλίγουμε για να μαζέψουμε τουρίστες. 
Γύρισε στον τόπο του κι έπεισε φίλους και γνωστούς να αγοράσουν μαζί, το χωριό ολόκληρο. Με πολύ μεράκι, ξαναχτίσανε τα σπίτια. Με σεβασμό στην ντόπια αρχιτεκτονική κι ευλαβεια στα μυστικά της πέτρας. Οικιστικό κανονισμό δεν χρειαστήκανε να τους οδηγεί γιατί ήταν οι ίδιοι πολύ αυστηρότεροι στην αισθητική τους προσέγγιση. Ούτε μια πέτρα δεν παρεκκλίνει από την παράδοση των χτιστών του νησιού. Άντε να ζωγραφίσουν μόνο πάνω σε κάνα βότσαλο. Να μια εικαστική παρέμβαση-δραπέτης.

Ξαναφτιάξανε έτσι, ένα κομμάτι της Ελλάδας, θα 'λεγε κανείς. 
Σύμφωνα με τις οδηγίες. 
Σύμφωνα και με τα λόγια του ποιητή. 
Από τότε, όλοι λένε το μέρος: Γερμανικό χωριό. Το παλιό του όνομα δεν του ταιριάζει πια και προφέρεται δύσκολα ακόμα κι από μας που σιγά-σιγά το ξεχνάμε.




Σκέφτομαι λοιπόν, πως αυτή θα μπορούσε να είναι και μια εικόνα από το μέλλον. Μια προοπτική, τρομακτική για τους Έλληνες και αδιάφορη για όλους αυτούς που θα μας έχουν ξεχάσει. Πράγμα όχι και τόσο δύσκολο. Εδώ, δεν θυμόμαστε εμείς ποιοι είμαστε. Μια αντίστιξη των ορισμών της πατρίδας. Και μαζί και κόντρα,  που τελικά –ας το παραδεχτούμε- είναι όμορφη σαν ζωγραφιά κι ας μην μας περιέχει. Κι η ομορφιά είναι το ισχυρότερο επιχείρημα. Ακόμα κι όταν είναι εναντίον μας.
Θα μου πεις, είναι μια εικόνα άψυχη, αλλά τότε θα έπρεπε να συζητήσουμε για το τι είναι ψυχή. Σε μια άλλη καρτ-ποστάλ ίσως, γιατί αυτή βάρυνε πολύ και με πολλούς τρόπους και ο χοντρός ταχυδρόμος με αγριοκοιτάζει.


Φιλιά.   

Υ.Γ.
Όλες οι φωτογραφίες είναι του Λεωνίδα.