Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Η κυρία με τις καμπύλες

Μια φορά κι έναν όχι τόσο παλιό καιρό ζούσε μια γυναίκα που της άρεσε να μιλά και να ονειρεύεται. Όταν δεν ονειρευόταν μιλούσε, κι όταν δεν μιλούσε ονειρευόταν. Συνήθως προσπαθούσε να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα, αλλά τις περισσότερες φορές προσπαθούσε να χωρέσει την πραγματικότητα και τους ανθρώπους τριγύρω της στα όνειρά της. Κι αφού η πεζή πραγματικότητα σπάνια χωρούσε εκεί μέσα, της ψαλίδιζε λίγο τις άκρες και την στρίμωχνε όπως-όπως.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Χιόνι


Κι εκεί που παρατηρείς την ελπίδα να ξεθωριάζει κι είσαι έτοιμη να κάνεις σαχλά λογοπαίγνια με την τακτικίστικη επιλογή Παυλόπουλου, μαθαίνεις πως ένας άνθρωπος -από αυτούς της δικιάς σου καθημερινότητας- πέθανε χτες το βράδυ.
Κι όλα μοιάζουν ξαφνικά με χιόνι. Ομοιόμορφα, άσπρα, καλυμμένα. Σβησμένα κάτω απ’ το εκτυφλωτικό λευκό.
Ναι, την περιμέναμε. Ναι είχε χρόνια που το πάλευε. Μόλις πριν μερικές βδομάδες, την είδαμε που γελούσε τόσο απλόχερα –κι ας είχε χάσει 20 κιλά σε λίγους μήνες- που έλεγες, δεν μπορεί, θα τη σεβαστεί ο Χάρος αυτή τη δύναμη. Κι ας κρεμόταν στις άκρες εκείνης της χαράς μια καλά δουλεμένη συνθηκολόγηση.
Όχι, όμως. Επέμενες να παραβλέπεις τα σημάδια. Όταν πολεμούν οι άλλοι, θέλεις πάντα να βαστήξουν περισσότερο. Τους θέλεις δυνατούς κι αήττητους. Πρότυπα για να θαυμάζεις. Γίγαντες ασύγκριτους να δικαιολογούν τη δική σου παραίτηση. Αρνείσαι να τους αφήσεις να φύγουν. Όχι τους μεγάλους, τους σπάνιους με πείσμα και όραμα.
(Ούτε κι αυτούς που αγαπάς όμως, γιατί κι η αγάπη ψηλώνει τους ανθρώπους.)
Δεν θες η ερημιά να μεγαλώσει. Να γίνει μεταδοτικότερη.

Για μια φορά όμως, ας μην κοιτάξω μόνο το δικό μου κόσμο.

Ας σε αφήσω να πας στο καλό. Όπου κι αν είναι ή δεν είναι αυτό.

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Δραπετεύουμε


Χθες το βράδυ, μπήκα στο τραίνο.
Στη Νέα Ιωνία μια παρέα γέμισε ασφυκτικά το βαγόνι. Εξηντάρηδες, φρεσκοσυνταξιούχοι με τις γυναίκες τους.
Οι παρέες του είδους, συνήθως αυξάνουν το ειδικό βάρος του αέρα.
Όμως όχι αυτοί. Όχι οι χθεσινοί μου συνταξιδιώτες.
Το ύφος τους ήταν τόσο σκανδαλιάρικο, τόσο ανάλαφρο και συνωμοτικό όσο και των εφήβων που το ‘σκασαν για την πρώτη τους κοπάνα.

Από σταθμό σε σταθμό, τα βαγόνια γέμιζαν κι άλλο. Νέοι με παράξενα σκουφιά, μαμάδες και μπαμπάδες με παιδάκια, άνθρωποι όλων των ηλικιών και των σχημάτων, μόνοι και σε παρέες. Kανείς δεν δυσφορούσε. Είχαμε όλοι συνειδητοποιήσει τον κοινό μας προορισμό. Χαμογελούσαμε αναγνωρίζοντας τη σπανιότητα της στιγμής, την πολυτιμότερη όλων των νομισμάτων του κόσμου.

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

κι όλας δύο ετών;


ας πάρoυμε τα πράγματα από την αρχή”, είπε και σταύρωσε τα χέρια, όπως μόνο αυτός είχε τη χάρη να σταυρώνει, πλέκοντας τα ακροδάχτυλα. Γυρίσαμε να τον παρακολουθήσουμε, σίγουροι ότι θα ακούσουμε μια συναρπαστική ιστορία, γνωρίζοντας ότι κατά βάση θα ήταν μια ολωσδιόλου καθημερινή ιστορία, σαν αυτές που συμβαίνουν σε αναρτήσεις ή σε νουβέλες, αλλά τη στιγμή εκείνη η ιστορία του έπαιρνε μιαν άλλη διάσταση περιλαμβάνοντας έναν ιδιοτελή τρόπο αφήγησης με αναπαράσταση χειρονομιών και σιγομουρμούρισμα μουσικών κομματιών. Κάθε τόσο τον διακόπταμε, είτε όταν δεν είχαμε ακούσει κάτι καλά – καθώς οι συνήθεις συναντήσεις μας λάμβαναν χώρα σε χώρους εκκωφαντικούς, και, προς απογοήτευση όλων, σε ταβερνεία χωρίς ροτόντες πράγμα που θα βοηθούσε στην ανταλλαγή απόψεων αλλά και στην ισότιμη πρόσβαση στα εδέσματα - είτε απλώς για να τον διακόψουμε. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιθυμητή εξάλειψη γωνιών και περιθωρίων δεν θα κατάφερνε να περιορίσει τους ακκισμούς και τα πειράγματα, τις εξυπνάδες μας που έδιναν κι έπαιρναν, σαν φθηνές αλλά εντυπωσιακές φωτοβολίδες, σε κάποιες κάναμε πραγματικό lol, ενώ σε άλλες κολλούσαμε τις παλάμες μας πάνω από την πιατέλα με τα φαγητά...
Σε κάθε συνάντηση καταφθάναμε πεινασμένοι. Κι έτσι, ακόμη και η μόνιμα-σε-δίαιτα αναγκαζόταν να ρίξει πολύ γρήγορα τις αναστολές της και με αυτό το έμφυτο laisser-faire να προσαρμοστεί σε οποιαδήποτε γαστραιμαργική απόφαση του τραπεζιού· όπως ακριβώς έκανε και με κάθε έκβαση μιας συζήτησης, ακόμη και όταν τα ξίφη των ειδικών επί κάποιου θέματος διασταυρώνονταν, κατάφερνε να απαλύνει τις άκρες τους και να τα μεταμορφώσει σε ερωτευμένα γιαταγάνια - όταν τα κάναμε εικόνα βέβαια, ως μας υποδείκνυε. Η νεώτερη της παρέας σήκωνε κάθε τόσο όλο κατανόηση τα μάτια της από τις βελόνες και το πλεχτό, το οποίο προόριζε για ένα ακόμη μεγαλόπρεπο πάτσγουωρκ, φτιαγμένο από βελούδινες κλωστές, απαλά ατλαζένια κομμάτια, χρυσοκέντητα πλουμίδια, πούλιες και αυγερινούς, έτσι που το είχε ονειρευτεί, όπως έκανε άλλωστε με κάθε έργο της, είτε επρόκειτο για χρηστικό για τα παιδιά της είτε το προόριζε δώρο για τους φίλους της, και οι δυο εκδοχές ίδιας βαρύτητας και πιθανότητας. Μαζί πιο πέρα κάθονταν κι οι δυο παλιόφιλες που είχαν τόσα κοινά όσα και αντίθετα, όπως ήταν φυσικό σε μια πολύχρονη φιλία, και ήταν ακριβώς αυτός ο λόγος που βρίσκονταν και με τους άλλους, ό,τι έχανε η μία το συμπλήρωνε η άλλη, κι ό,τι χαριζόταν στη μία εξισσοροπούσε μια έλλειψη της άλλης, αλλά κι οι δυο υπερασπίζονταν την αγάπη ως προϊόν συμπλήρωσης και ποτέ αναπλήρωσης μιας ανάγκης. Στη μια άρεσε να ακούει ιστορίες, στην άλλη να τις διηγείται, αλλά κι οι δυο προτιμούσαν να τις γράφουν…
Η αφήγηση ιστοριών ήταν το κοινό όλων τους. Μόνο που ο καθένας το έκανε με το δικό του τρόπο. Στη σοφή της παρέας, που διάβαζε κι αφομίωνε ταχύτερα από όλους αυτούς κι ακόμη περισσότερους, άρεσαν προπάντων τα παραμύθια στα οποία κέρδιζε το συναίσθημα έναντι της λογικής, παρόλα αυτά προασπιζόταν τις ιστορίες με τις διδαχές, τα επιγράμματα και τα επιμύθια, οπότε συνήθως έκλεινε τη συζήτηση με αυτόν τον αδιόρατο τρόπο που δεν άφηνε σε κανέναν δισταγμούς, αμφιβολίες, ή μετανιώματα. Το δυσκολότερο έργο όμως το είχε ο αρχαιότερος της παρέας, αυτός που προϋπήρχε της παρέας, γιατί αυτό που προσπαθούσε κάθε φορά, εκτός από το να αναστατώνει τη συζήτηση, τα σχέδια, τις προτάσεις των άλλων, ήταν να τους φέρνει σε επαφή με κάποιο καινούργιο συναίσθημα ή τέλος πάντων με κάποια ανήκουστη απόχρωσή του, γι' αυτό το λόγο δεν υπήρχε περίπτωση να διηγηθεί κάτι και να μη το συρράψει με τραγούδι, να μην προτείνει κάτι χωρίς να το γιορτοφορήσει.


Και κάπως έτσι με αυτές ή τις άλλες ιστορίες που άκουγαν, που διηγόντουσαν, που ζούσαν, που απεύχονταν ή που βλογούσαν, που ανέπνεαν ή που λοιδωρούσαν, πάντα γύρω από ένα τραπέζι, αναζητώντας τη ροτόντα που να τους αντέχει, πέρασαν μαζί δύο χρόνια...